Ο τελευταίος Νονός

155

Εκτελούσε αδιαμαρτύρητα, πυροβολούσε “σαν θεός”, αλλά είχε “μυαλό κότας”. H φήμη του ξεπέρασε τα στενά όρια του Corleone, όπου γεννήθηκε. Ληστείες, λαθρεμπόριο κρεάτων, εκβιασμοί, προστασία, συμβόλαια

Η ατμόσφαιρα στα καλντερίμια του Corleone αποπνέει κάτι το κατανυκτικό, σχεδόν μυστικιστικό. Σκάρτες 11 χιλιάδες ψυχές είναι μεν υπερήφανες για τον τόπο τους, αλλά τις βλέπεις μονίμως σκοτεινιασμένες, με το βλέμμα καχύποπτο στον ξένο. Δεν είναι τόσο το κινηματογραφικό pedigree με το διάσημο Godfather του Coppola, όσο η ίδια η σκληρή – πολύ σκληρή – πραγματικότητα. Το χωριό «μετράει» επτά αρχηγούς της Cosa Nostra, οι πέντε της ιταλικής μαφίας και οι δύο overseas, στις ΗΠΑ. Τελευταίος των «επτά», εκείνος, “Binnu u tratturi”, o Bernardo Provenzano, «ο τελευταίος νονός» όπως αναφέρεται μέχρι σήμερα στην Ιταλία, παρόλο που μετά από αυτόν εμφανίστηκε ο “Diabolik”, ο φοβερός και τρομερός “U siccu” Matteo Messina Denaro. Και ο Messina στυγερός δολοφόνος και καταζητούμενος είναι, σε καμία περίπτωση όμως δεν πλησιάζει το μύθο του προκατόχου του, δεν τον συνοδεύει η ανατριχιαστική περιγραφή του ανθρώπου που απ’ όπου περνάει δεν ξαναφυτρώνει τίποτα – εξ ου και το προσωνύμιο “u tratturi”, δηλαδή το τρακτέρ.

AdTech Ad

Γεννημένος το 1933 σε ένα στάβλο, τρίτο από τα επτά παιδιά της φτωχής αγροτικής οικογένειας των Provenzano, πολύ γρήγορα εγκατέλειψε το σχολείο, δεν τελείωσε καν τη δευτέρα δημοτικού. Ο Binnu χτίζει το μύθο του από πιτσιρίκι, φορά ακόμη κοντά παντελόνια όταν ανακηρύσσεται στον #1 πιστολέρο των δύο capi της σιτσιλιάνικης μαφίας, του Luciano Liggio και του Totò Riina. «Ο μικρός πυροβολεί σαν Θεός, αλλά έχει το μυαλό κότας» συνήθιζε να λέει ο “Lucianeddu”, ο άνθρωπος που επί της ουσίας ήταν ο «μέντορας» του μικρού και τον «έπλασε» φροντίζοντας να περάσει από όλες τις βαθμίδες του οργανωμένου εγκλήματος. Στην αρχή ήταν οι κλοπές, μετά οι ληστείες, το λαθρεμπόριο κρεάτων, οι εκβιασμοί, η «προστασία», τα «συμβόλαια». Ο Binnu εκτελούσε αδιαμαρτύρητα, αισθανόταν ολοένα και πιο σημαντικός όσο ανέβαινε στην ιεραρχία.

corleone

Το μεγάλο ξεκαθάρισμα

Ήδη από το 1959 έχει προσαχθεί και ανακριθεί εξονυχιστικά, δεν του πήραν κουβέντα για το παραμικρό, οι μάρτυρες είτε άλλαζαν τις καταθέσεις τους είτε «εξαφανίζονταν» από την περιοχή. Πολύ γρήγορα η φήμη του ξεπέρασε τα στενά όρια του Corleone, ήταν τόσο αδίστακτος που τον γνώριζαν στο Palermo, τη Messina, τη Ragusa, το Trapani, τις Συρακούσες, ήταν γνωστός σε ολόκληρη τη Σικελία. Τη νύχτα όμως της 18ης Σεπτεμβρίου του 1963, ο “Binnu u tratturi” έγινε γνωστός σε ολόκληρη την Ιταλία. Είναι η νύχτα που έγινε το μεγάλο ξεκαθάρισμα, η αποτρόπαια νύχτα που ο Luciano Liggio διέταξε τις αλλεπάλληλες δολοφονίες του Francesco Streva, του Biagio Pomilla του Antonino Piraino, της αντίπαλης «οικογένειας» του Michele Navarra, η νύχτα που ο εικοσάχρονος Bernardo Provenzano έγινε το υπ’ αριθμόν ένα καταζητούμενο μέλος της Cosa Nostra και χρεώθηκε μαζί με τους συνεργούς του 52 άγριες δολοφονίες.

Οι περιγραφές για εκείνες τις δολοφονίες είναι εφιαλτικές: ο Provenzano δεν είναι ο κοινός εκτελεστής της μαφίας, δεν πυροβολεί και φεύγει. Εκτελεί με σαδιστικές διαθέσεις, μένει πάνω από το θύμα του και το κοιτάζει στα μάτια πριν πυροβολήσει ανάμεσά τους. Ο Paolo Streva τον οποίο οι Αρχές βρίσκουν ημιθανή και βουτηγμένο στο αίμα, ορκίζεται στους αστυνομικούς ότι εκείνη τη νύχτα γνώρισε το διάβολο, πιο άγριο και πιο σκληρό από κάθε φαντασιακή απεικόνιση. Η φρίκη του μύθου του διαρκεί μέχρι τις μέρες μας, από στόμα στο στόμα ακόμη και μέσα στους κόλπους της ίδιας της Cosa Nostra, ο Binnu είναι ο δολοφόνος που σκοτώνει όχι επειδή έχει λάβει την εντολή, αλλά επειδή επιχαίρει για την πράξη του. Ο Angelo Siino, κάτι σαν «Υπουργός αρμόδιος επί Δημοσίων Έργων της Μαφίας», κάνει λόγο για τον πιο σκληρό εκτελεστή στα χρονικά της οργάνωσης, για ένα τέρας που έμενε ατάραχο ακόμη και όταν η κάνη του όπλου ακουμπούσε το μέτωπο παιδιού.

nonoszastro21916sk2

Από εκείνη τη νύχτα του «ξεκαθαρίσματος» κι έπειτα, ο Provenzano γίνεται ο μακροβιότερος καταζητούμενος στην ιστορία του οργανωμένου εγκλήματος, διατηρεί ακόμη το «ρεκόρ» με 43 ολόκληρα χρόνια. Αστυνομία και Ειδική Δίωξη τον αναζητούν παντού, όλα τα στόματα όμως είναι ερμητικά κλειστά. Στο Corleone δεν τον έχει ξαναδεί κανείς, άλλωστε εκείνα τα πολύ δύσκολα χρόνια της δεκαετίας του ’60, τα «καρφιά» η Cosa Nostra τα ξεπάστρευε με παραδειγματικό τρόπο, ακόμη και μπροστά στα σκαλιά της εκκλησίας, της περίφημης Chiesa Madre στο ιστορικό κέντρο του χωριού. Ο διάβολος όμως επανεμφανίστηκε και το έκανε ακόμη πιο εμφαντικά στις 10 Δεκεμβρίου του 1969. Πέντε άνδρες, φορώντας στολές της δίωξης οικονομικού εγκλήματος, εισβάλλουν στο ισόγειο της πολυκατοικίας στη Viale Lazio όπου κρύβεται ο Michele Cavataio, ο επονομαζόμενος “Cobra”. Ο Provenzano είναι επικεφαλής, αδειάζει την αυτόματη Beretta 38/A σε όποιον τυγχάνει να μοιράζεται το δωμάτιο με τον Cobra, πέφτουν νεκροί ο Calogero Bagarella, ο Mimmo Caruso, ο Cavataio μάχεται αλλά είναι αδύνατον να ξεφύγει απ’ τη λύσσα του tratturi.

nonoszastro21916sk4

Τα πτώματα συνήθως τα μετέφερε στο βυρσοδεψείο του Francesco Baiamonte, ένα ανατριχιαστικό μέρος όπου τα πάντα μύριζαν σάπιο αίμα και ανέβλυζε η σήψη, η δυσωδία του θανάτου. Εκεί ο Provenzano «δούλευε» τα οστά από τα πτώματα με θειϊκό οξύ, για να προκύψει ένα διαλυτοποιημένο υπερφωσφορικό «άλας», που ήταν ένα φρικτό μείγμα από ανθρώπινα και ζωικά υπολείμματα. Έκανε τα πάντα ατάραχος, ανέκφραστος, τον απασχολούσε μόνο η ανάδειξή του στην ιεραρχία, ήθελε περισσότερο να τον φοβούνται και να τον τρέμουν, παρά να τον σέβονται όπως οι «καθωσπρέπει» Δον του Palermo. H δολοφονία του Cavataio ήταν το διαβατήριό του για την πρωτεύουσα της Σικελίας, πλέον είχε αποκτήσει και δεύτερο nickname στα ενδότερα της μαφίας, ήταν “Lu Zu Binu”, o «θείος», εκείνος που διευθετούσε το κάθε πρόβλημα.

Στο διεφθαρμένο Palermo του εκλεγμένου από τη μαφία Δημάρχου Vito Ciancimino, ο Provenzano «εξελίσσεται», μαθαίνει από πρώτο χέρι και τις δουλειές «με το κοστούμι». Με το Don Vito ελέγχουν ολόκληρο το δίκτυο αποχέτευσης και απορριμμάτων της Σικελίας, τα δημόσια και τα δημοτικά έργα, δεν οικοδομείται ούτε κοτέτσι χωρίς την έγκρισή τους. Ξεκινούν οι πρώτοι ψίθυροι για έμμεσες σχέσεις του «θείου» με την πολιτική, για «αγαστή συνεργασία» με την πλευρά των χριστιανοδημοκρατών του Giulio Andreotti, του Ιταλού Πρωθυπουργού που κατηγορήθηκε όσο κανείς άλλος στην ιστορία του ιταλικού έθνους για σχέσεις με το οργανωμένο έγκλημα και τη μαφία. Ο Provenzano χτίζει μια ιεραρχική σκάλα και μοιράζει την πίτα με μαθηματική ακρίβεια και όταν το έδαφος για «συνεργασία» δεν είναι εύφορο, επιστρέφει στις μεθόδους του «τρακτέρ».

Η νότια Ιταλία αναστενάζει, όλοι γνωρίζουν τι συμβαίνει, αλλά το κράτος κοιτάζει αμέριμνο προς διαφορετικές κατευθύνσεις, αρνείται να καταπολεμήσει το οργανωμένο έγκλημα κι όταν αδιάφθοροι Δικαστές ή αστυνομικοί Διευθυντές το αποτολμούν, δολοφονούνται βάναυσα και φρικαλέα για παραδειγματισμό. Ο Provenzano είναι πάντοτε ο εντολέας, συνεννοείται με τα «σκυλιά» του μέσω των διάσημων pizzini (πολύ μικρά χαρτάκια με ειδικό κώδικα γραφής), διατάζει ή συναινεί στις βομβιστικές επιθέσεις που έπληξαν όλη την Ιταλία. Οι βόμβες στη Φλωρεντία, τη Ρώμη, το Μιλάνο, έχουν και τη δική του υπογραφή. Μετά όμως και τις δολοφονίες του Lima, του Ignazio Salvo και κυρίως των Falcone και Borsellino, το ποτήρι ξεχείλισε, η λαϊκή οργή είναι καθολική, ακόμη και οι ελάχιστοι πολίτες που θεωρούσαν την Cosa Nostra κάτι σαν πολέμιο του συστήματος (υπήρχε και αυτή η θλιβερή μειοψηφία), πλέον βρίσκονται απέναντι.

Το ματωμένο κοστούμι

Ο Provenzano ανασκουμπώνεται, δίνει εντολή να πάψει προσωρινά το αιματοκύλισμα, ξαναφορά το «κοστούμι» που είχε προβάρει στα χρόνια του Ciancimino, γίνεται ισορροπιστής. Ο #1 καταζητούμενος της Interpol πια, εξαφανίζεται και πάλι. Μαρτυρίες αναφέρουν ότι κατέφυγε ακόμη και στην Τυνησία χρησιμοποιώντας ένα γκαζάδικο της φαμίλιας, ότι μετακόμιζε από χωριό σε χωριό, από πόλη σε πόλη. Ποτέ δεν έγιναν γνωστές επ’ ακριβώς οι μετακινήσεις του, όσο κι αν πιέστηκε από τις Αρχές όταν συνελήφθη, δεν αποκάλυψε τα κρησφύγετά του. Το «θείο» πια τον έβλεπαν ελάχιστοι, μόνον οι πολύ υψηλά ιστάμενοι στην ιεραρχία. Τριγυρνούσε συνήθως ντυμένος casual, μιλούσε πολύ σπάνια και συνεννοείτο με νεύματα με το δεξί του χέρι. Τις εντολές για τις «ενδοοικογενειακές» δολοφονίες τις έδινε συνήθως με μια οριζόντια ανεπαίσθητη κίνηση του χεριού και δεν δεχόταν δεύτερη κουβέντα.

nonoszastro21916sk5

Ο θρύλος του ταξίδευε στο εσωτερικό της Cosa Nostra με πολλούς να χρησιμοποιούν το όνομά του ή να υπονοούν την «ευλογία» του. Του πιστώθηκαν άπειρες εγκληματικές ενέργειες, ακόμη κι εκείνες με τις οποίες δεν είχε την παραμικρή σχέση. Σε μία από τις θρυλικότερες «συνόδους κορυφής» των Capi dei Capi, το 1989 στην Bagheria, εμφανίστηκε αιφνιδιαστικά, κάθισε στην κεφαλή του τραπεζιού και απλώς κοιτούσε με το χέρι στον κρόταφο τους συνδαιτημόνες. Γύρω του σιγή, κανείς δεν τόλμησε να μιλήσει πρώτος, μόνον ένας πιτσιρικάς από τους μπράβους ψέλλισε με φωνή τρεμάμενη στο διπλανό του “questo e lo Zio” – αυτός είναι ο θείος. Ήταν συγκλονιστική στιγμή για όλους, τον Provenzano όλοι τον είχαν δει μόνο σε μία φωτογραφία, εκείνη του 1959 από τη σύλληψή του στο Corleone, έκτοτε κυκλοφορούσαν μόνο σκίτσα με τη μορφή του, με επεξεργασμένη ψηφιακά την εικόνα του για αναπροσαρμογή της ηλικίας του.

Ακόμη και η virtual μορφή του στις αφίσες απ’ άκρη σ’ άκρη της Ιταλίας, προκαλούσε φόβο, το βλέμμα ήταν το ίδιο, εκείνο του στυγερού δολοφόνου που δεν υπολόγιζε ιερό και όσιο. Εκείνη η «σύνοδος» ουσιαστικά ήταν ο προάγγελος της αναγόρευσής του σε Capo dei tutti i Capi, στον αρχηγό των αρχηγών, στο Νονό των Νονών το 1993, όταν ο Riina συνελήφθη και οι φαμίλιες έμειναν ορφανές. Ο Provenzano ανέλαβε ξεστομίζοντας μία φράση, όλες κι όλες δυό λέξεις: «όλα συνεχίζονται». Η πολιτική ήταν πια σαφής, η Cosa Nostra έπρεπε να δρα όπως ο επικεφαλής της, να γίνει «αόρατη», να αφομοιωθεί πλήρως στην καθημερινότητα όλου του ιταλικού λαού, να απλώσει και να εγκαθιδρύσει τα πλοκάμια της και στο «δύσκολο» βορρά. Δεν υπήρχε άλλη επιλογή, ο ιταλικός λαός και όχι μόνον οι Σικελοί και οι νότιοι, απαιτούσε εδώ και τώρα απομαφιοποίηση, ήθελε να αποτινάξει από επάνω του το στίγμα των μαφιόζων, του οργανωμένου εγκλήματος και του αίματος.

Ο άπιαστος “νεκρός”

Το καλοκαίρι του 1993, ο Salvatore Cancemi, «υπαρχηγός» της Porta Nuova, παρουσιάζεται οικειοθελώς στις Αρχές, δηλώνει ότι φοβάται για τη ζωή του, ζητά να ενταχθεί στο πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων και υπόσχεται ότι θα «δώσει» τον Provenzano. Τότε γίνονται γνωστές πολλές από τις λεπτομέρειες της μακράς «εξαφάνισης» του Zu Binu, τότε προκύπτει και το δεύτερο – πιο ακριβές – σκίτσο αναγνώρισης του νούμερο ένα δημοσίου κινδύνου. Ο Provenzano όμως έχει πάρει τα μέτρα του, χρησιμοποιώντας τα σωστά «κανάλια» διαρρέει το θάνατό του, ελάχιστοι γνωρίζουν ποιος κινεί πραγματικά τα νήματα της ούτως ή άλλως σε ύφεση Cosa Nostra. Ακόμη και οι αστυνομικοί αποδέχονται το θάνατο του Provenzano, η γυναίκα του Benedetta Palazzolo, με τα δύο του παιδιά, τον Angelo και τον Francesco-Paolo, έχουν επιστρέψει στο Corleone, επί μια δεκαετία παρακολουθούνται στενά και δεν υπήρξε καν υπόνοια ότι υπάρχει στη ζωή τους ο σύζυγος και πατέρας.

Ελάχιστοι βροντοφωνάζουν ότι ο θείος είναι ζωντανός, ο Luigi Ilardo, capo di Caltanissetta,  είναι ένας από αυτούς, υποδεικνύει μάλιστα και ένα πιθανό κρησφύγετο, αλλά και πάλι το «φάντασμα» δεν εμφανίζεται. Λίγους μήνες αργότερα, ο Ilardo βρίσκεται νεκρός με έναν σταυρό από ξεραμένο αίμα ζωγραφισμένο στο μέτωπο. Είναι το μεγάλο λάθος του Provenzano που δεν μπορούσε να ανεχτεί ότι ένας πρώην «φίλος» του αποφάσισε να τον καταδώσει. Οι αρχές πείθονται ότι ο Capo dei Capi είναι ακόμη ζωντανός, οργανώνεται η επιχείρηση Grande Oriente, μια επιχείρηση σκούπα που ισοπεδώνει κάθε δραστηριότητα που σχετίζεται έστω και εξ αγχιστείας με τον Provenzano. Ο κλοιός σφίγγει ολοένα και περισσότερο, το επιχειρησιακό σχέδιο αποδίδει καρπούς, συλλαμβάνονται 47 πολύ δυνατά «χαρτιά» της Cosa Nostra, ακόμη περισσότεροι frontmen στις σχεδόν νόμιμες πια, εταιρείες του Provenzano.

Παρά τις αλλεπάλληλες επιτυχίες των carabinieri ωστόσο, τα ίχνη του Binu αγνοούνται. Όλες οι πληροφορίες καταλήγουν σε αδιέξοδο, ο Provenzano είναι πάντα ένα βήμα μπροστά από τους διώκτες του. Όχι μόνο ζει, αλλά έχει μοιράσει τόσο καλά την τράπουλα που είναι σχεδόν αδύνατον ακόμη και να εντοπιστεί με την επιτυχημένη αμερικανική συνταγή του follow the money. Ο Νονός έχει «σπάσει» τις δραστηριότητες σε πέντε «αρχηγούς», Pino Lipari, Tommaso Cannella, Lo Piccolo, Messina Denaro και Raccuglia είναι οι εκφραστές του φορολογικού welfare του κάποτε «αγρότη με το μυαλό κότας». Με ένα πολύπλοκο σύστημα αυτοχρηματοδότησης των business της μαφίας, ο Provenzano έχει κατορθώσει να μειώσει στο ελάχιστο τον πατροπαράδοτο «συγκεντρωτισμό» απλούστατα διότι εκσυγχρόνισε την Cosa Nostra.

Άλλωστε πλέον το αρχέτυπο των μαφιόζικων ενασχολήσεων έχει εκπέσει, δεν υπάρχουν καρτέλ, λαθραία, ναρκωτικά και εμπόριο λευκής σάρκας όπως τις προηγούμενες δεκαετίες. Το παιχνίδι δεν παίζεται στο δρόμο, αλλά πίσω από γραφεία, μέσω «επενδύσεων» και επενδύσεων. Όπου κρίνεται απολύτως αναγκαίο υπεισέρχεται και το παλιό και δοκιμασμένο muscle, αλλά αυτή την εποχή περισσότερο κακό κάνει ένας υπολογιστής παρά μια σφαίρα. Ο ίδιος, αυτοπροστατευτικός και πιο καχύποπτος από ποτέ, εξακολουθεί να μην εμπιστεύεται κανέναν, επικοινωνεί με τους ελάχιστους συνεργάτες του ακόμη με τα pizzini, πιέζει αφόρητα τα κατάλληλα πρόσωπα στις κατάλληλες θέσεις, γνωρίζοντας ότι η μαφία δεν μπορεί να ξαναπαίξει με τη φωτιά και να βρεθεί τόσο κοντά σε κάποιον πολιτικό όπως συνέβη με τον Andreotti. Τη δουλειά τη βγάζουν οι σύμβουλοι, οι Περιφερειάρχες, οι Αντιδήμαρχοι, οι κατέχοντες θέσεις ευθύνης στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα.

Ο Provenzano έχει «κοιμίσει» ολόκληρη την Ιταλία, που απλώς υποκρίνεται ότι η μαφία έπαψε να υπάρχει. Ό,τι δεν ακούγεται όμως, δεν σημαίνει ότι παύει να υπάρχει. Η μαφία πλέον είναι στην καθημερινότητα, στο δικηγόρο, το γιατρό, το συμβολαιογράφο, στο μπαρ, στην καφετέρια, στο διπλανό σου. Οι ειδήσεις για τις καταδίκες – ερήμην – του θείου, γράφονται στα ψιλά των εφημερίδων, η τηλεόραση έχει πάψει να ασχολείται με έναν άνθρωπο που έχει ήδη καταδικαστεί σε τρις ισόβια και καταζητείται για πάνω από μια τριακονταπεντετία, η «εκπολιτισμένη» μαφία δεν πουλάει στο κοινό που θέλει αίμα, τρόμο και δεν εντυπωσιάζεται με τίποτα. Ο μύθος λέει ότι κάποια στιγμή το 1997, σταμάτησε το αυτοκίνητό του ένα περιπολικό επειδή δεν φορούσε ζώνη, ο Binu ζήτησε συγνώμη από τους αστυνομικούς, έδωσε τα – ψεύτικα – στοιχεία του και αφού παρέλαβε την κλήση, αποχώρησε σαν κύριος.

Η αρχή του τέλους

Κομβικό σημείο στην αναθέρμανση του ενδιαφέροντος υπήρξε η σύλληψη του επιχειρηματία Michele Aiello, του ανθρώπου που ο Provenzano είχε χρησιμοποιήσει για να ξεπλύνει 180 εκατομμύρια ευρώ και «ιδιοκτήτη» της ογκολογικής κλινικής Villa Santa Teresa στην Bagheria. Ο Aiello καταδικάστηκε σε 15ετή κάθειρξη σε φυλακή υψίστης ασφαλείας, άνοιξε το στόμα του μόνο μια φορά στο δικαστήριο και η φωνή του δεν ξανακούστηκε ποτέ. Φημολογείται χωρίς να έχει εξακριβωθεί μέχρι σήμερα, πως ο Provenzano «αγόρασε» τη σιωπή του άλλοτε έμπιστου συνεργάτη, βάζοντας τα «σκυλιά» του να συνοδεύουν καθημερινά τα παιδιά του στη δουλειά τους και τα εγγόνια του στο σχολείο. Η αλλόκοτη σιωπή του Aiello θορύβησε τις αρχές που αποφάσισαν να ξανασκαλίσουν την υπόθεση, να ξαναψάξουν τα κρησφύγετα του Provenzano, να αναψηλαφήσουν κάθε φάκελο που σχετίζετο έστω και κατ’ ελάχιστο με τον Binnu u tratturi.

Ξεκινά η επιχείρηση “Grande mandamento” από την DDA (η αντίστοιχη αντιτρομοκρατική με αποκλειστική αρμοδιότητα τη μαφία), αυτή τη φορά με τη συνδρομή και των Ειδικών Δυνάμεων της ROS των Carabinieri, αλλά και της Κεντρικής Υπηρεσίας Επιχειρήσεων (Servizio Centrale Οperativo). Συλλαμβάνονται ο Benedetto Spera και ο Antonino Giuffrè, δεξί χέρι και υπαρχηγός του Provenzano αντίστοιχα, ο κλοιός αρχίζει και σφίγγει ολοένα και περισσότερο. Ο Provenzano είναι ήδη πάνω από 70 ετών, καταζητείται από το 1963 και βλέπει γύρω του έναν-έναν τους έμπιστους και στενούς συνεργάτες του να συλλαμβάνονται. Τον Οκτώβριο του 2003, ο Νονός εντοπίζεται στην κλινική Casamance a Aubagne λίγο έξω από τη Μασσαλία, έχει ταξιδέψει στη Γαλλία για μια εγχείρηση προστάτη με το όνομα Gaspare Troia. Παραμένει για 19 ολόκληρες ημέρες στην Κυανή Ακτή, ο Ιταλός ουρολόγος Attilio Manca που τον χειρουργεί, θα βρεθεί νεκρός λίγο καιρό αργότερα.

nonoszastro21916sk3

Ο επιχειρηματίας Mario Cusimano συλλαμβάνεται, συνεργάζεται με την anti-mafia και καταθέτει συγκλονιστικά στοιχεία, εξηγεί στον ειδικό ανακριτή πως ο Νονός ταξίδεψε στη Μασσαλία με έγγραφα υπογεγραμμένα από τον ίδιο τον Πρόεδρο του Νομαρχιακού Συμβουλίου του Villabate, Francesco Campanella, εξηγεί ότι ο Binu ειδοποιήθηκε από την ίδια την αστυνομία όταν η αντιτρομοκρατική βρέθηκε ελάχιστες ώρες από τον εντοπισμό και την ενδεχόμενη σύλληψή του. Όταν ο Campanella συλλαμβάνεται κι εκείνος με τη σειρά του, ομολογεί πως όντως ολόκληρο το Villabate δούλευε για λογαριασμό του Provenzano, παραδέχεται ότι ο ίδιος έβαλε τη σφραγίδα στα ταξιδιωτικά έγγραφα, ο ίδιος υπέγραψε για την έκδοση πλαστής αστυνομικής ταυτότητας για τον Capo dei Capi. Οι Αρχές αντιλαμβάνονται ότι η σύλληψη του Provenzano είναι αδύνατη όσο η επιχείρηση αφορά πολλούς ανθρώπους. Το “Grande mandamento” συρρικνώνεται στους απολύτως απαιραίτητους, στους βεβαιωμένα άτεγκτους και κυρίως σε εκείνους που δεν έχουν οικογένειες.

“Είμαι ο Bernardo Provenzano”

Για περισσότερους από δώδεκα μήνες δεν κυκλοφορεί το παραμικρό, η μόνιμη επωδός της Εισαγγελίας του Palermo, είναι ότι «οι έρευνες συνεχίζονται» χωρίς περαιτέρω λεπτομέρειες. Είναι Μάρτιος του 2006, όταν ο δικηγόρος του Provenzano, Salvatore Traina, ανακοινώνει αιφνιδίως στον Τύπο, ότι ο πελάτης του είναι νεκρός εδώ και χρόνια. Η κίνηση προκαλεί απορίες, ήταν αναίτια και παντελώς άκαιρη, στερείτο νοήματος. Ο Εισαγγελέας με άμεση παρέμβαση διαψεύδει το νομικό, λέει με νόημα μπροστά στις κάμερες ότι ο Provenzano ζει και βασιλεύει και κοιτώντας με νόημα την κάμερα, δηλώνει ξεάθαρα για πρώτη φορά στα χρονικά πως οι Αρχές είναι στα ίχνη του. Δεν τον πιστεύει κανείς, η Ιταλία δεν πιστεύει τίποτα. Ώσπου έντεκα ημέρες αργότερα με ένα αναπανάληπτο blitz και μια πολύ επίπονη αποκρυπτογράφηση των διάσημων pizzini, ο Bernardo Provenzano συλλαμβάνεται σε μια αγροικία δύο χιλιόμετρα έξω από το «δικό του» Corleone.

Φορά ένα τζιν και ένα απλό φούτερ, με το που εισβάλλουν οι άνδρες της αντιτρομοκρατικής, σηκώνεται από το τραπέζι και παραδέχεται άμεσα ότι είναι ο Bernardo Provenzano. Μετά από 43 χρόνια, ο #1 καταζητούμενος συλλαμβάνεται, ο Νονός φορά χειροπέδες. Στην τσέπη του έχει μερικά pizzini, τα σημειώματα (ή «ραβασάκια») που οδήγησαν στη σύλληψή του, αφού η DDA έσπασε τον κώδικα και μετά από εκατοντάδες παρακολουθήσεις, τον εντόπισε. Η είδηση ταξιδεύει από στόμα σε στόμα σε ολόκληρη την Ιταλία, στο Palermo συγκεντρώνεται πλήθος μπροστά στο κτήριο της Κεντρικής Αστυνομικής Διεύθυνσης. Άνδρες και γυναίκες όλων των ηλικιών με τις φλέβες πεταμένες στο λαιμό ουρλιάζουν μόλις πλησιάζει κάθε περιπολικό ή κλούβα με σειρήνα: «Δολοφόνε, μπάσταρδε» είναι οι πιο ήπιες εκφράσεις. Η Κοινότητα της γενέτειράς του, ανακηρύσσει την 11η Απριλίου σε τοπική εορτή, το Corleone γιορτάζει, πανηγυρίζει, παύει να ζει στο φόβο και στο ψέμα.

Κυκλοφορούν οι πρώτες φωτογραφίες του, το βλέμμα του με τους άντρες της αντιτρομοκρατικής γύρω του, σου παγώνει το αίμα, σου κόβει την ανάσα. Κοιτάζει ευθεία την κάμερα, έχει ένα ελαφρύ μειδίαμα στην έκφραση και ο πιο αδαής συμπεραίνει ότι ακόμα είναι ο “Binnu u tratturi”. Οδηγείται άμεσα στις φυλακές υψίστης ασφαλείας του Terni, εξακολουθεί να διαφεντεύει τις business και από τη φυλακή, μέσω σημειωμάτων και pizzini, εξακολουθεί να χαράσσει «πολιτική», να απειλεί, να εκβιάζει, να σκοτώνει. Μεταφέρεται στις φυλακές της Novara, όπου μένει έγκλειστος διαρκώς στην απομόνωση, δεν του επιτρέπεται ούτε προαυλισμός, δεν έχει τηλεόραση, δεν έχει ραδιόφωνο, δεν έχει τίποτα στο κελί του. Πλέον είναι πολύ δύσκολο να επικοινωνήσει με τον οποιονδήποτε, το κελί δεν το φρουρεί ποτέ ο ίδιος φύλακας, δεν είναι σε θέση καν να τους διαφθείρει ή να τους απειλήσει ζωές και οικογένειες.

Μάρτιο του 2011, σε ηλικία 78 ετών διαγνώσκεται με καρκίνο στην ουροδόχο κύστη, μεταφέρεται στη φυλακή της Parma, είναι εμφανώς καταβεβλημένος, είναι ένας ζωντανός νεκρός. Προσπαθεί να αυτοκτονήσει με μια πλαστική σακούλα το Μάιο του 2012, τον προλαβαίνει όμως ο φρουρός. Δεν έχει πει λέξη, δεν έχει μιλήσει για κανέναν και τίποτα. 9 Απριλίου του 2014 μπαίνει για πρώτη φορά στο νοσοκομείο San Paolo του Milano, ακόμη και σε αυτή την οικτρή κατάσταση, κινδυνεύει από τους άλλοτε συντρόφους και συνεργάτες του που προσπαθούν να τον δολοφονήσουν, με αποτέλεσμα το Ανώτατο Δικαστήριο να διατάξει την υποχρεωτική μόνιμη κράτησή του στην απομόνωση για να διαφυλαχθεί η ζωή του. Στις 13 Ιουλίου του 2016 μεταφέρεται εσπευσμένα και πάλι στο νοσοκομείο, πεθαίνει σε ηλικία 83 ετών, η είδηση γίνεται άμεσα πρωτοσέλιδο, στη Σικελία νέοι και ηλικιωμένοι βγαίνουν στους δρόμους και γιορτάζουν, στο Corleone ηχούν οι καμπάνες και από τις 33 εκκλησίες του χωριού. Χαρμόσυνα. Ο Bernardo Provenzano είναι νεκρός.

https://www.youtube.com/watch?time_continue=1&v=f3NvZDtX25M

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Καμία δημοσίευση για προβολή