Ο τερματοφύλακας

361

Για τους Ιταλούς, ο τερματοφύλακας βρίσκεται σε απόσταση πιο κοντά στο άπαν από ό,τι στο παν. Οι προπονητές τον θεωρούν εχέγγυο επιτυχίας στις μεγάλες διοργανώσεις. Ο καλός Ιταλός τερματοφύλακας δεν έχει ταίρι με κανέναν από τους παίκτες, ακόμα και με τους αμυντικούς. Τα δύο από τα τέσσερα Παγκόσμια Κύπελλα που η Ιταλία άξιζε να πάρει -και δεν πήρε επειδή, πιθανότατα, ο Μπενίτο Μουσολίνι έκανε δώρο στον κόσμο το φασισμό, αλλά χωρίς τέτοιες σκιές- η «ατζούρα» τα κατέκτησε ακριβώς επειδή είχε πραγματικά σπουδαίους τερματοφύλακες: τον Ντίνο Τζοφ και τον Τζιανλουίτζι Μπουφόν. Εδώ που τα λέμε, τους κορυφαίους στην ιστορία της ως ποδοσφαιρικού κράτους. Ο Τζιανλούκα Παλιούκα ήταν καλός, ο Φραντσέσκο Τόλντο ήταν καλός, ο Άντζελο Περούτσι ήταν καλός, ο Τζιοβάνι Γκάλι ήταν καλός, ο Στέφανο Τακόνι ήταν καλός: ο Ντίνο Τζοφ και ο Τζιανλουίτζι Μπουφόν ήταν σπουδαίοι.

Οι Ιταλοί αμυντικοί είναι το ευρέως διαδεδομένο ποδοσφαιρικό αγαθό των Ιταλών, όμως το θέμα είναι ότι τον πιο σημαντικό ρόλο στην αδιαπέραστη άμυνα μίας ιταλικής ομάδας, που προφανώς είναι ήδη εμποτισμένο με το κλασικό ιταλικό στυλ, το ίδιο που τους έκανε να κόψουν ρόδα μυρωμένα στην Αλβανία το 1940, αυτό ακριβώς που τους έβαλε στη διαδικασία να αλλάξουν στρατόπεδα στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους, σκύβοντας το κεφάλι σαν άσωτοι γιοι απέναντι στη δυτική Ευρώπη, η οποία, πάντως, άνοιξε τις αιχμηρές αγκάλες της, έστω και για να της το υπενθυμίσει μετά, έχει ο τερματοφύλακας. Ασφαλώς και πάντα υπάρχουν ποδοσφαιριστές στην άμυνα που αντιλαμβάνονται την κατάσταση ακριβώς όπως θα έχει σε δύο λεπτά από τώρα, κάτι που είναι εξαιρετικά δύσκολο. Ο Γκαετάνο Σιρέα και ο Φράνκο Μπαρέζι ήταν μόνο δύο από αυτούς, επίγονοι του εξίσου μειλίχιου Τζιατσίντο Φακέτι, οι οποίοι έγιναν η βάση στους παρτενέρ τους για να κάνουν τη δική τους μεγάλη καριέρα. Ο Πάολο Μαλντίνι έμαθε από τον Μπαρέζι και, όταν ήρθε η ώρα, πέρασε στον ταλαντούχο Αλεσάντρο Νέστα τη δάδα. Ο Φάμπιο Καναβάρο, από την άλλη, που μοιάζει αμυντικός καλής ποιότητας, είχε πίσω του τον Τζιανλουίτζι Μπουφόν για χρόνια και χρόνια και χρόνια, τόσο στην Πάρμα και τη Γιουβέντους όσο και στην εθνική Ιταλίας, και αυτό τον οδήγησε να κατακτήσει τη «Χρυσή Μπάλα», ως ένας από τους ελάχιστους αμυντικούς που τα έχουν καταφέρει. Τόσο ο Καναβάρο όσο και, αυτήν την εποχή, ο Λεονάρντο Μπονούτσι, δεν έπεισαν ακριβώς ότι χωρίς έναν τερματοφύλακα με πολύ ισχυρή προσωπικότητα ήταν το ίδιο καλοί. Ουκ ολίγες φορές -και λόγω σχεδόν γονιδιακού στυλ- ο Καναβάρο εκτέθηκε στη Ρεάλ Μαδρίτης. Ο δεύτερος, δε, που προσπαθεί να βρει το ρόλο του στη Μίλαν, είναι τελείως εκτός εμβέλειας και προσδοκιών, κάτι που έχει καταστεί θέμα συζήτησης στο Μιλανέλο. Να είναι καμένο χαρτί η πιο shinny μεταγραφή των τελευταίων χρόνων, είναι κάτι που δεν μπορεί να χωρέσει το μυαλό του Αντριάνο Γκαλιάνι*.

*Η αίσθηση που έχει ο υπογράφων όταν πληκτρολογεί όλα αυτά τα ονοματεπώνυμα είναι απαλή. Αν συμφωνήσουμε με το σαχλό τσιτάτο ότι τα μικρά πράγματα σου φτιάχνουν τη μέρα, τότε το κάθε γράμμα του «Αντριάνο Γκαλιάνι» είναι ένα μικρό εξομολογητικό SMS, τα οποία, πια, με την ευκολία στην πρόσβαση ακόμα και στα πιο προσωπικά μέσα, είναι εξόχως συνωμοτικά.

Μέσα σε λιγότερο από ένα μήνα οι Ιταλοί είδαν τον Τζιανλουίτζι Μπουφόν να σταματάει από την εθνική ομάδα και τον Αντρέα Πίρλο να σταματάει το ποδόσφαιρο. Και οι δύο ήταν στην Εθνική που κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2006, ένα τρόπαιο αμιγώς ιταλικό: πρώτον, ήρθε πριν τις επερχόμενες καρατομήσεις του Moggiopolis και, δεύτερον, καλύφθηκε από την κουτουλιά του Ζινεντίν Ζιντάν στον Μάρκο Ματεράτσι, περίπου όπως το 1982 το τρόπαιο ήρθε στη σκιά των σκανδάλων των στημένων παιχνιδιών, όταν η τιμωρία του Πάολο Ρόσι μειώθηκε λίγο πριν από το Παγκόσμιο Κύπελλο και ο Τζοβάνι Ανιέλι κράτησε τη Γιουβέντους στην πρώτη κατηγορία απειλώντας (όπως ακούστηκε) να απολύσει όλους τους εργαζόμενους της FIAT, ενώ ισοϋψές θέμα συζήτησης είναι, ακόμα και τώρα, η «βασίλισσα δίχως στέμμα» Βραζιλία, η τελευταία ομάδα που έπαιξε το όμορφο παιχνίδι. Οπότε θα πρέπει να βρίσκονται σε βαρύ πένθος ή, έστω, μία πρώτης τάξεως μελαγχολία, κατευθείαν από τα μονόπλανα του Τζουζέπε Τορνατόρε ή τη γεύση που ακόμα αφήνουν οι σκηνές του Μικελάντζελο Αντονιόνι. Ο Μπουφόν θα σταματήσει το ποδόσφαιρο το καλοκαίρι, αλλά χωρίς να πάει στο Παγκόσμιο Κύπελλο, μια και η Σουηδία απέκλεισε την «ατζούρα» στα μπαράζ. Πιθανότατα, δεν θα έχει πάρει Champions League, ενώ και η κατάκτηση του πρωταθλήματος τίθεται εν αμφιβόλω. Μετά από δεκαετίες σε ομάδες που νικάνε και κερδίζουν, ο Μπουφόν μπορεί να βγάλει τα γάντια μην έχοντας πάρει κάτι την τελευταία σεζόν του, κάτι που θα έβαζε ζάχαρη στον εσπρέσο του.

Αυτό είναι, όμως, που δίνει τη διάσταση που πρέπει σε όλη τη σύγχρονη ιταλική κουλτούρα, από τότε που εμφανίστηκε ο ντούτσε -και χόρεψε εν πλήρει στύση με την Τερέζα Δαμαλά, μία από τις μούσες του Πάμπλο Πικάσο και ερωμένη του Έρνεστ Χέμινγουεϊ- από τότε που ο Γκαμπριέλε Ντ’ Ανούντσιο ακολούθησε τα χνάρια του Δάντη Αλιγκέρι και ξεδιάντροπα έγραψε ένα ποίημα για μία Μπεατρίτσε, από τότε που ο Φεντερίκο Φελίνι και η Τζουλιέτα Μασίνα ντύνονταν κλόουν και έπαιζαν για να ξεχάσουν τις αποβολές της δεύτερης, από τότε που η Σοφία Λόρεν μιλούσε με το απύθμενο ταμπεραμέντο της στον «Βοκάκιο» και που ο Μαρτσέλο Μαστροϊάννι δεν μπορούσε με τίποτα να τη χωρίσει στο «Διαζύγιο αλά ιταλικά». Η σύγχρονη ιταλική κουλτούρα υπάγεται στη φαρσοειδή διάσταση της ζωής, έχει φευγάτο χιούμορ και διαθέτει ικανότητα στην αθέλητη κωμωδία. Είναι κάτι οικείο και απρόσιτο, ειδικά όταν πρόκειται για ένα έθνος που ελάχιστη σημασία δίνει στις έξωθεν κριτικές -και αυτό δεν γίνεται να ισχύει περισσότερο. Ο Τζίτζι ίσως φύγει λυπημένος για το ποδόσφαιρο, αλλά αυτό θα είναι για μία στιγμή. Ακόμα και αν δεν είναι ο τυπικός Ιταλός σου, μια και δεν κουβαλά κατά διάνοια την τρέλα του Τζιανμάρκο Ποτζέκο ή του Αντόνιο Κασάνο, ακόμα και αν δεν είναι ένας ποιητής της μπάλας, είναι εκείνος που, αν έπρεπε να διαλέξεις έναν Ιταλό ποδοσφαιριστή τα τελευταία 30 χρόνια για να βάλει υποψηφιότητα για πρωθυπουργός της χώρας, θα πάλευε μέχρι την ύστατη στιγμή στην προεκλογική εκστρατεία του με τον Πάολο Μαλντίνι. Και είναι και τερματοφύλακας, δηλαδή πίσω από όλους, αν το έβλεπες όμως υπό την ακριβώς αντίθετη οπτική γωνία, μπροστά από τον καθένα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Καμία δημοσίευση για προβολή