Ο «χρυσός» Ιωβηλαίος του Ρότζερ Φέντερερ

270

Ξανά στην κορυφή της παγκόσμιας κατάταξης έφερε τον Ρότζερ Φέντερερ η Καθαρά Δευτέρα. Το είχε καταφέρει πριν από 14 χρόνια και 17 μέρες για πρώτη φορά. Τότε ήταν Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2004 και είχε τελειώσει την προηγουμένη το Αυστραλιανό Όπεν. Είχε νικήσει τον Μαράτ Σάφιν με το καθαρό 3-0 στον τελικό της Μελβούρνης, είχε κατακτήσει το δεύτερο Major του, μετά το Γουίμπλεντον του 2003, ήταν 22 ετών, 5 μηνών και 25 ημερών και συγκαταλεγόταν στην enfant gâté του τένις. Νούμερο ένα τραγούδι στα charts παγκοσμίως ήταν το «Hey Ya!» των Outkast και στα Όσκαρ που έγιναν 27 μέρες μετά ο «Άρχοντας των Δαχτυλιδιών: Η Επιστροφή του Βασιλιά» κέρδισε το βραβείο καλύτερης ταινίας.

Θα μπορούσε να μαντέψει κάποιος, ακόμα και αν δεν το είχε στο μυαλό του ως επίσημη πληροφορία, πως ουδείς πριν από τον Ρότζερ Φέντερερ είχε καταφέρει να βρεθεί στο νούμερο ένα σε 14 χρόνια απόσταση. Η τελευταία μέρα που ήταν νούμερο ένα ήταν η Κυριακή, 4 Νοεμβρίου 2012, που σημαίνει ότι έχουν παρέλθει 4 χρόνια και 3 μήνες παρά 2 μέρες, οπότε αυτό επίσης είναι ρεκόρ. Ρεκόρ ήταν επίσης οι διαδοχικές εβδομάδες που έχει βρεθεί στο νούμερο 1, από τις 2 Φεβρουαρίου 2004 έως τις 17 Αυγούστου 2008 (237) και οι συνολικές εβδομάδες, 302, που την Κυριακή 25 Φεβρουαρίου θα είναι 303. Ο Φέντερερ, νικώντας στο τουρνουά του Ρότερνταμ, έφτασε τους 97 τίτλους στο μονό Ανδρών. Είναι, πρόκειται για είδηση, δεύτερος στη σχετική κατηγορία. Μόνον ο Τζίμι Κόνορς, με τους 109 τίτλους στο μονό Ανδρών, στέκει μπροστά του.

Άλλο ένα milestone, που λένε και οι Αμερικανοί, είναι γεγονός. Ως φαν του Ρότζερ Φέντερερ από τις 3 Ιουνίου 2005 και τον ημιτελικό του Ρολάν Γκαρός με τον Ράφα Ναδάλ, ο οποίος έληξε με ήττα του Ελβετού, ο μεγάλος φόβος, τις στιγμές που άρχισε η δική του κρίση και τελείωσε η αυτοκρατορία του, ήταν να μην παίξει στο κορτ 21 του Γουίμπλεντον, ξέρωγω, ως άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Θυμάμαι ένα μικρό ντοκιμαντέρ με τον Πιτ Σάμπρας να παίζει σε ένα κορτ με διψήφια φιγούρα στα δεξιά του και ασφαλώς ο φόβος ήταν να μη βρεθεί σε τέτοιο σημείο, ως παλαίμαχος. Έμοιαζε νομοτελειακό, μόνο που ο άνθρωπος δε δύναται, τις περισσότερες φορές, να ξεχωρίζει την ακριβή στιγμή της νομοτέλειας, ακόμα και αν τα σημάδια είναι εκεί, διότι δεν υπάρχει τρόπος να το κάνει ανθρώπινο μάτι. Η ηλικία μετρώνταν και ακόμα και στα 29 αναρωτιόμουν αν έπρεπε να σταματήσει όσο ήταν ψηλά, ακριβώς για αυτόν το λόγο. Πώς έβγαζα έναν αθλητή στα 29 μεγάλο, λες και επρόκειτο για κορίτσι στο καλλιτεχνικό πατινάζ, ήταν άλλη ιστορία. Υποθετικά, η ανοχή στην πτώση ενός αληθινού ινδάλματος φέρνει πόνο που δεν τον γνωρίζεις για αυτό και δεν μπορείς να τον αντέξεις. Δεν πρόκειται για ομάδα, αλλά για μία οντότητα, η ιστορία της οποίας ασφαλώς κρατάει λιγότερο. Το σώμα φθείρεται, δεν αντέχει, παρατηρείς τις ανεπαίσθητες διαφορές. Και ενώ είσαι αρκετά καλός για να παίζεις σε υψηλό επίπεδο και καλύτερα από το σχεδόν 90% των άλλων παικτών στο δικό σου σπορ, η σημασία της ήττας μετράει. Συνθέτει έναν όγκο από συμπεράσματα, τα οποία δεν είναι απαραιτήτως αληθή. Από τον Νόβακ Τζόκοβιτς, επί παραδείγματι, ο οποίος περνά τη δική του πολύ σημαντική κρίση, από τον Ράφα Ναδάλ, σε ορισμένες περιπτώσεις σου δινόταν η αίσθηση ότι επρόκειτο για άνευ όρων παράδοση. Ο Φέντερερ έμοιαζε με έναν τύπο που η νέα εποχή τον είχε ξεβράσει. Και πάλι, το τένις χωρίς εκείνον δεν είχε πλάκα. Όταν φάνηκε ότι ο Τζόκοβιτς και ο Άντι Μάρεϊ θα έπαιρναν τα ηνία, το σπορ μπορεί να μην έχασε τον ανταγωνισμό ή τα τέλεια χτυπήματά του, αλλά βρέθηκε πληγωμένο σε ό,τι αφορά το αιθέριο μέρος του, την κίνηση. Ανέκαθεν η δημοφιλία είχε να κάνει με τους αθλητές. Οι μεγάλες δυνάμεις σε κάθε άθλημα δίνουν το εθνικό στοιχείο, που πρέπει να υπάρχει, αλλά η φήμη αποκτάται μέσα από τις εξωφρενικές δυνατότητες της οντότητας. Της μίας και μοναδικής, η οποία προκαλείται. Ο Φέντερερ έδωσε στο τένις ώθηση που ελάχιστοι αθλητές στην ιστορία έχουν δώσει στα δικά τους αθλήματα και παιχνίδια.

Και πάλι, υπάρχει κάτι που με αιχμαλωτίζει σε αυτόν τον ένα καταπληκτικό χρόνο, από τον Ιανουάριο του 2017 έως τον Φεβρουάριο του 2018, που κάνει αυτός, ο πιο μεγάλος τενίστας όλων των εποχών. Υπάρχουν άνθρωποι που συνδέθηκαν τώρα με τον κόσμο του τένις και ερωτεύτηκαν ακαριαία τις ικανότητές του, στυλιστικά και μέσα από τις ικανότητες που απαιτούνται για να παίξεις τένις στο υψηλότερο επίπεδο. Μετά από 13 χρόνια, δεν υπάρχει κάτι που να μπορεί ένας παλιός θαυμαστής να πει στους νεότερους. Δεν μπορεί να πει, «εγώ έχω προλάβει τον Φέντερερ στα καλύτερά του», διότι αυτήν τη στιγμή το επίπεδο του αντεπιχειρήματος είναι υψηλό: Δεν βρίσκονται διαφορές. Στον ημιτελικό του Γουίμπλεντον του 2006 με τον Γιόνας Μπιόργκμαν, στο τρίτο σετ, με το σκορ στο 2-1 και το γκέιμ στο 15-15, ο Φέντερερ έπαιξε δύο χτυπήματα στην πλάτη του, αφού πρώτα έκανε δύο προσποιήσεις από την εξωτερική ότι επρόκειτο να ανέβει στον φιλέ: το πρώτο ήταν ένα μίνι διαγώνιο slice backhand που ανάγκασε τον Μπιόργκμαν να κάνει ένα χτύπημα προσέγγισης στην ευθεία και τον Φέντερερ, έχοντας αφήσει το μπαλάκι πίσω του για να δημιουργήσει την κατάλληλη φόρα, να παίζει το δικό του forehand στην ευθεία, με φάλτσο για να αποκλείσει την επιστροφή. Με τον Τσίλιτς, 17,5 χρόνια αργότερα, στον τελικό του Αυστραλιανού Όπεν, έπαιξε στο τρίτο σετ με το σκορ στο 4-2 και το γκέιμ στο 15-15, ένα forehand στην ευθεία με το μπαλάκι πίσω του και ξεκάθαρα εκτός θέσης, επιστρέφοντας στη μέση του δικού του κορτ αφού πρώτα, έχοντας φτάσει στον φιλέ στην αριστερή μεριά του, έπαιξε ένα backhand πάνω στον Τσίλιτς, ο οποίος επέστρεψε με το δικό του backhand το μπαλάκι στη δική του ευθεία, που βρήκε τον Φέντερερ σε ακατάλληλη θέση. Το ριπλέι δείχνει με ποιον τρόπο συγχρονίζει το διασκελισμό του με το σκάσιμο της μπάλας, σαν μποξέρ που δεν τρέχει προς τον αντίπαλο αλλά πηγαίνει παράλληλα με αυτόν για να μην του δώσει δίοδο σωτηρίας, ώστε να την βρει με τη ρακέτα του χαμηλά και να δημιουργήσει, όχι ένα αμυντικό χτύπημα, όπως ίσως θα ταίριαζε στην περίσταση, αλλά ένα halfvolley winner, που αντλούσε τη δύναμή του από την ίδια την επιστροφή του αντίπαλού του.

Με 12 χρόνια απόσταση οι διαφορές είναι ελάχιστες στην προσέγγιση, η οποία πρέπει να δοθεί στο βετεράνο Φέντερερ. Ο νεαρός Ρότζερ, άκλειστα 25, ήταν ορμητικός, κάλυπτε το κορτ με τις δρασκελιές του και επειδή η κίνησή του είναι τόσο όμορφη, απόρροια ενασχόλησης με διαφορετικά σπορ εξ απαλών ονύχων, δημιουργεί ακόμα την αίσθηση της χορογραφίας. Απλώς τότε ήταν ένα πιο σύγχρονο μιούζικαλ, σε αντίθεση με τώρα, που ερμηνεύει κλασικά ανατολικά κομμάτια από τις ιδιοφυίες του ήχου, τους πανεπιστήμονές του.

Δεν μπορείς να δειχθείς, ως μεγαλύτερος, σε ένα νεότερο θαυμαστή. Ο Ρότζερ Φέντερερ και φέτος θα πιάσει στασίδι στα κεντρικά κορτ των τουρνουά που θα πάει. Στο Μαϊάμι και τη Φλόριντα, όπως κάθε φορά που πάει, τον περιμένουν όπως περίμενε ο Βολταίρος έξω από το σπίτι του έναν κάποιο Λουδοβίκο. Στο χώμα μάλλον δε θα βρεθεί, αφού αυτή είναι η πιο φανερή διαφορά του προγράμματός του σε σχέση με ό,τι έκανε πριν από 10-15 χρόνια, όταν έπαιρνε όλα τα τουρνουά παραμάζωμα. Δεν είναι μόνο ο κορυφαίος σε τίτλους, είναι και πρώτος σε συνεχόμενα Major. Φέτος είναι λογικό να παίξει λιγότερο από πέρυσι, όσο κι αν θα ήθελα να πάει στο Παρίσι, εκεί που τον λατρεύουν. Αυτό που συμβαίνει, υποθέτω, είναι ότι σε όλες τις πόλεις που επισκέπτεται αφήνει την αίσθηση ότι ταιριάζει με το βαθύτερο είναι τους, ταυτοποιούνται με το πρόσωπό του.

Δεν χαιρετίζεται, λοιπόν, μόνο ως ένα παγκόσμιο μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς, αλλά ως ο νούμερο ένα τενίστας στον κόσμο. Γίνεται παγκόσμια γιορτή. Κι αν όσοι μελετούν τις ρίζες του αθλητισμού και τα νοήματά του δεν μπορούν να αποδεχθούν ακριβώς τη δυτική παραδοχή περί των δικών του αθλητικών δυνατοτήτων, μία συμπερασματολογία που δεν αφορά τόσο στον ίδιο όσο στην εποχή, που δεν αποδέχεται τη δύναμη ως ανδραγάθημα πια, προδίδοντας έναν ολόκληρο πολιτισμό, δε θα μπορούσε να σημαίνει κάτι λιγότερο από αυτό που ήδη σημαίνει: ο Ρότζερ Φέντερερ είναι το απόλυτο σύμβολο του σύγχρονου σπορτίφ zeitgeist, ακαταμάχητος και ανεπανάληπτος, αλλά, το κυριότερο, βιονικός και διαχρονικός.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Καμία δημοσίευση για προβολή