Ο τάλε κουάλε προπονητής της Μπάγερν

348

Ο λόγος που η Μπάγερν Μονάχου προσέλαβε τον Γιόζεπ Γκουαρντιόλα, το καλοκαίρι του 2013, δεν ήταν για να κατακτήσει το Champions League ή, τουλάχιστον, μόνο για αυτό. Ήταν ήδη πρωταθλήτρια Ευρώπης, εκείνη ακριβώς τη χρονιά, με το γκολ του Άριεν Ρόμπεν στον τελικό με την Ντόρτμουντ και το «βας» που φώναζε επανειλημμένως στις καθυστερήσεις του παιχνιδιού. Είναι σχεδόν εξασφαλισμένη πρωταθλήτρια Γερμανίας κάθε χρόνο, με αποτέλεσμα να τίθεται ζήτημα ασυμμετρίας στο γερμανικό ποδόσφαιρο και για πρώτη φορά από το 2005, την άνοιξη του 2017, να μην υπάρχει γερμανική ομάδα στα ημιτελικά του Champions League και του Europa League. Για να καταλάβει κάποιος τη δυναμική των γερμανικών συλλόγων στο Europa League, το 1980 στα ημιτελικά του Κυπέλλου UEFA ήταν 4 γερμανικές ομάδες, η Μπάγερν Μονάχου, η Άιντραχτ Φρανκφούρτης, η Μπορούσια Μενχενγκλάντμπαχ και η Στουτγάρδη και στον τελικό δεν πήγε η Μπάγερν, παρά η Άιντραχτ με την Γκλάντμπαχ, με την πρώτη να κατακτά το τρόπαιο.

Το γερμανικό πρωτάθλημα είχε όλες τις προοπτικές να είναι σαν το αγγλικό, τόσο από τη μεριά του θεάματος όσο και από τα τηλεοπτικά οφέλη. Στ’ αλήθεια, ακόμα και έτσι, μπορεί να δυσκολεύεσαι να πάρεις την απόφαση να δεις ένα ματς, αλλά, αν το κάνεις, δεν πρόκειται να μετανιώσεις για το χρόνο σου. Η παιδεία των Γερμανών ποδοσφαιριστών είναι πρότυπη και ίσως να έχουν φτάσει τους Ολλανδούς σε αυτό που αποκαλείται ταλέντο και εκμάθηση βασικών. Τρανό παράδειγμα, η κατάκτηση του Κυπέλλου Συνομοσπονδιών του 2017, μια και από τους 21 παίκτες της ομάδας που το κατέκτησε είναι ζήτημα αν θα είναι 5 στην αποστολή της εθνικής Γερμανίας που θα πάει στην καλή διοργάνωση, το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2018 στη Ρωσία.

Ακόμα και παρά το γεγονός ότι η Μπάγερν είναι η αληθινή κυρίαρχος του γερμανικού ποδοσφαίρου, έχοντας κατακτήσει τα 5 τελευταία πρωταθλήματα, κάτι που δεν έχει ξαναγίνει στην Bundesliga, το πρωτάθλημα παραμένει εξόχως συναρπαστικό. Μόνο που η κατάκτησή του, πια, από τη βαυαρική ομάδα και ο εμπλουτισμός του παλμαρέ της δεν φτάνουν καν για να θεωρείται επιτυχία μία περίοδος. Για λόγους που δεν είναι σαφείς, αλλά υφίστανται ως προσεγγιστικοί, για την Μπάγερν η χρονιά θεωρείται επιτυχημένη μόνο αν κατακτήσει το Champions League. Και, παρ’ όλα αυτά, ενώ θα περίμενε κάποιος, αφού συμβαίνει αυτό, μια κάποια υποτυπώδη συχνότητα, τα τελευταία 16 χρόνια, από τη σεζόν 2001-02 και έπειτα δηλαδή, η Μπάγερν το έχει κατακτήσει μόνο μία φορά!

Αυτό που περίμενε η Μπάγερν περισσότερο από τον Γκουαρντιόλα δεν ήταν να της κατακτήσει το Champions League, αυτό θα ήταν καλοδεχούμενο αλλά δεν γίνεται παρά να παρατηρηθεί ότι το έκανε ο Γιουπ Χάινκες πρώτα. Αυτό που περίμενε ήταν η κοσμοπολίτικη δράση. Ο πιο στιβαρός γερμανικός σύλλογος είναι, όσο και να φαίνεται απίστευτο, η τελευταία ομάδα που έγινε πραγματικά μεγάλη, αυτό που λέμε βαριά φανέλα. Το 1968 η Μπάγερν κατέκτησε μόλις το δεύτερο πρωτάθλημα στην ιστορία της, με το πρώτο να είναι το 1931. Στην πραγματικότητα, το ποδοσφαιρικό τμήμα της Μπάγερν δεν βρέθηκε τυχαία στην κορυφή. Η γερμανική κουλτούρα των τελευταίων δύο αιώνων, πριν ένας Αυστριακός βάλει τα βρωμοδάχτυλά του και τα διαγράψει όλα, όπως τότε που έκαψε εκατομμύρια βιβλία από όλες τις βιβλιοθήκες της χώρας, ήταν πραγματικά αξιέπαινη και ο λόγος δεν γίνεται μόνο για όσα βλέπει η πεθερά: ο Νίτσε, ο Γκαίτε, ο Σίλερ είναι μόνο οι κορωνίδες μίας εποχής που στα γαλλικά ακούγεται καλύτερα. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι Ρώσοι δεν ήταν χαζοί: αυτό που στόχευαν ήταν η Βαϊμάρη, που μόλις δύο δεκαετίες πριν ήταν το πνευματικό κέντρο της Ευρώπης, με δεύτερη επιλογή και τη Λειψία. Χάνοντας τη Βαϊμάρη και τη Λειψία, οι Γερμανοί έπρεπε να βρουν ένα άλλο κέντρο. Και επειδή με την κοιλιά άδεια τα γράμματα φαίνονται θολά, το ενδιαφέρον μετατοπίστηκε στο γερμανικό βορρά και τη Βαυαρία, στην οποία, στην τελική, χρωστάμε έναν από τους πλέον ένθερμους φιλέλληνες, που μπορεί να επέστρεψε στην πατρίδα του αλλά όταν πέθανε κατ’ επιθυμίαν του θάφτηκε με φουστανέλα, δηλαδή τον Όθωνα. Το κέντρο έγινε, δηλαδή, η περιοχή που υποσχόταν ευημερία. Δεν ήταν τυχαία τα ταξίδια των Ελλήνων γκασταρμπάιτερ, δεν θα μπορούσαν, φερ’ ειπείν, να φύγουν με προορισμό το ανατολικό Βερολίνο. Δεν θα μπορούσαν να επιβιώσουν εκεί, αφού στο εξωτερικό ο κομουνιστικός αρτηριοσκληρωτισμός, εν μέσω, μάλιστα, της σκληρής διαμάχης με τον καπιταλισμό, βρισκόταν στα καλύτερά του.

Η Μπάγερν μοιάζει με τουλάχιστον έναν αιώνα μεγάλη ομάδα και όχι 50 χρόνων, μια και φέτος ήταν η πεντηκοστή επέτειος από την κατάκτηση του Κυπέλλου Κυπελλούχων, αφού το 1967 οι Βαυαροί είχαν νικήσει μέσα στη Νυρεμβέργη τους Γκλάσκοου Ρέιντζερς στην παράταση, με σκόρερ, στο 109’, έναν από τους πλέον «χρυσοδάκτυλους» ποδοσφαιριστές στην ιστορία της ομάδας, τον Χανς Ροτ. Εκείνο το σημείο ήταν η αρχή της και οι Beatles ήταν ήδη τρία χρόνια συγκρότημα. Αλλά μερικές φορές μοιάζει με την πιο βαριά και ασήκωτη ομάδα του κόσμου, για αυτό και, όπως λέγαμε με τον Βασίλη, ήταν σχεδόν δυσβάσταχτες οι κληρώσεις με τη Ρεάλ Μαδρίτης. Η Μπάγερν επηρεάζει τη Ρεάλ με τρόπο που δεν το κάνει ούτε η Μπαρτσελόνα: την κάνει να μοιάζει γριά.

Η Μπάγερν, λοιπόν, τόσο με τον Γκουαρντιόλα όσο και με τον Αντσελότι, έψαχνε το κοσμοπολίτικο άγγιγμα. Θαρρείς ότι η Μοντέρνα Επανάσταση του υπέροχου Γιούργκεν Κλίνσμαν το 2006, στο Παγκόσμιο Κύπελλο που ήταν τόσο μεγάλη η επιρροή του που λες και οι Γερμανοί άρχισαν να κοιτάζουν συνολικά διαφορετικά τον κόσμο, δεν την άγγιξε καν. Όμως η αλήθεια είναι ότι αυτή η ομάδα είναι τόσο στοιχειωμένη που απορροφά το κυνικό μέρος του κάθε ποδοσφαιριστή: του μοναδικού και ανεπανάληπτου Φίλιπ Λαμ, του Μπάστιαν Σβαϊνστάιγκερ και του Τόμας Μίλερ, του Μάνουελ Νόιερ, του Ρόμπερτ Λεβαντόφσκι σχεδόν ακαριαία, ακόμα και των Αλάμπα και Μπόατενγκ, που πια μοιάζουν με δύο μαύρους Βαυαρούς και που το χρώμα της πέτσας τους δεν είναι καν το περίγραμμα της ύπαρξής τους, ούτε υποδηλώνει οτιδήποτε. Είναι παίκτες της Μπάγερν και αυτό φαίνεται τόσο πελώριο που μοιάζει το μόνο που πρέπει να γνωρίζουμε για τους χαρακτήρες τους. Όσο κι αν προσπάθησε ο ίδιος ο σύλλογος, δεν κατάφερε να απεγκλωβιστεί από το νουάρ στοιχείο του, το οποίο τον κάνει μοναδικό και άξιο για να υποστηρίζεται. Τον κάνει λογοτεχνικό ήρωα ενός δαιμόνιου πλην σκοτεινού μυαλού. Η Μπάγερν είναι η Γκλόρια Σουάνσον σε ταινία του Κρίστοφερ Νόλαν για το μέλλον.

Για αυτό και, εσπευσμένα, η Μπάγερν επέστρεψε στον Γιουπ Χάινκες, τον τελευταίο προπονητή που μπόρεσε να αντέξει το βάρος της χωρίς να έχει φυγόκεντρο προς το «εγώ» του, που, άκου πλάκα, ως παίκτης και αριστοτέχνης σκόρερ ήταν το αντίπαλο δέος στα σπουδαία πρώτα χρόνια της, καθώς υπήρξε επιθετικός της Γκλάντμπαχ από το 1970 έως το 1978 και βίωσε στο πετσί του τη βαυαρική δύναμη. Ο Χάινκες, ο μόνος προπονητής στην ιστορία που μετράει 2 στις 2 απολύσεις την επομένη κατάκτησης Κυπέλλου Πρωταθλητριών, το 1998 με τη Ρεάλ και το 2013 με την Μπάγερν, είναι μία σπουδαία ποδοσφαιρική φυσιογνωμία. Και θα επαναφέρει την Μπάγερν στην κανονικότητά της, μια και η ίδια παραδέχθηκε πως η τάση για εκσυγχρονισμό δεν ήταν εφικτή, καθώς έπρεπε να χάσει τις αξίες που τη βαραίνουν ως κλαμπ, κάνοντας το όνομά της να μοιάζει με λέξη που βγαίνει από το στόμα ενός εξοργισμένου Ιωσήφ Στάλιν.

Ούτε ο Γκουαρντιόλα ούτε ο Αντσελότι κατάφεραν να προσδώσουν στο κλαμπ το άγγιγμα στους σύγχρονους καιρούς. Οι ίδιοι ίσως μέτρησαν πολύ περισσότερη τριβή από την ενασχόληση. Μοιάζουν, τώρα, λίγο περισσότερο αναχρονιστικοί. Η Μπάγερν δεν είναι εύκολος τόπος. Πρέπει να ξέρεις πότε να υποχωρήσεις. Και αυτό μπορεί να είναι πολύ συχνά.

 

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Καμία δημοσίευση για προβολή