Ο μεγάλος Ούγγρος που αδικήθηκε από την Ιστορία…

580

Η Ιστορία, για να δουλέψει σωστά, είναι αναγκαίο να διασωθεί ένα από τα υλικά που έχει απόλυτη ανάγκη. Η υπερ-πολύτιμη πρώτη εντύπωση. Η καταγραφή των ιστορικών γεγονότων ειδικά στο ποδόσφαιρο αποτελεί ζωτική λειτουργία για τη διάσωση της όποιας αλήθειας, δεδομένου ότι η ξερή γλώσσα των αριθμών και των στατιστικών διαφωτίζει πολύ λίγο.

ΓΡΑΦΕΙ Ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΑΜΗΣ

Και είναι ήττα του ποδοσφαίρου, με πρώτους ηθικούς αυτουργούς κάποιους μέσα από τα σπλάχνα του, η τάση να εξαρτάται ψυχαναγκαστικά από τη στατιστική. Ας πούμε, δεν υπάρχει κάτι πιο περιττό κaι εντελώς ξένο με τη φύση του ποδοσφαίρου από τα ποσοστά κατοχής. Μιλάμε για συνθήκες πειράματος που αντιστρατεύονται την ίδια τη φύση του αθλήματος.

Μόνο η Ιστορία μπορεί να περισώσει για λογαριασμό του κοινού ένα ποσοστό αλήθειας, ώστε να μη βρίσκονται οι φίλαθλοι στο τέλειο σκοτάδι. Διότι ο μέσος θεατής-φίλαθλος, στην τωρινή εποχή της αναίτιας και φτωχής σε περιεχόμενο υπερπληροφόρησης, ούτε τι ακριβώς συμβαίνει αντιλαμβάνεται, ούτε μπορεί να αγνοήσει τους παρουσιαστές και τους δημοσιογράφους, που εν πολλοίς, συνειδητά ή ασυνείδητα (κυρίως αυτό), θα ήθελαν να τον κάνουν να δει «μαγικές εικόνες», να του υποβάλλουν (συνηθέστερα) ότι αυτό που βλέπουν τα μάτια του δεν συμβαίνει.

Στο ποδόσφαιρο ισχύει η λογική ότι ο ηττημένος δεν δικαιούται να ομιλεί. Ακόμη κι αν μια ομάδα μόχθησε μέσα στο γήπεδο, έκανε πράματα απίστευτα σε δυσκολία και αξία, κόντρα πολλές φορές και στις αποφάσεις της διαιτησίας. Αν αυτή η ομάδα χάσει, όλα αυτά παραγράφονται, σαν να μη συνέβησαν ποτέ. Απομένει μόνο το τελικό αποτέλεσμα, οσοδήποτε πλαστό και νόθο κι αν είναι. Αν, λοιπόν, η Ιστορία του ποδοσφαίρου δεν ήταν παρά μια ξερή καταγραφή αποτελεσμάτων, η τελική εικόνα, που θα απέμενε, θα ήταν σε κάποιο μεγάλο ποσοστό μια επίσημη απάτη και τίποτα περισσότερο. Εκείνο που καταφέρνει η Ιστορία, με κυριότερο εργαλείο της την πρώτη εντύπωση, η οποία, επαναλαμβάνουμε, πρέπει να περισωθεί οπωσδήποτε και πάση θυσία, είναι ακριβώς ότι μας δίνει το πώς και το γιατί, το κάτι παραπάνω από αυτά που μας δίνουν τα απλά νούμερα και οι στατιστικές.

england_hungary_1953

Έτσι μας προκύπτουν ομάδες, παίκτες και προπονητές που ατύπως ή παρατύπως με τη μανιακή τους (άρα και ύποπτη) προσκόλληση στη στατιστική αντιστρατεύονται το ίδιο το άθλημα προσβάλλοντάς το. Ένα περίεργο αλισβερίσι παραγοντισμού μεταξύ προπονητών, παικτών και ομάδων εν μέσω πακτωλού χρημάτων. Το ποδόσφαιρο βρίσκεται στο σταυροδρόμι της κρίσιμης απόφασης του Ηρακλή. Δυστυχώς, δυστυχέστατα, δεν μοιάζει να υπάρχουν οι προσωπικότητες εκείνες που θα διαφυλάξουν την ουσία του. Αν υπάρχουν, σίγουρα θα πρέπει να τους αναζητήσει κανείς στα φτωχά ερασιτεχνικά πρωταθλήματα. Όμως, την καθοριστική δουλειά οφείλουν να την κάνουν οι ίδιοι οι φίλαθλοι.

Παράδειγμα παίκτη που έχει αδικηθεί κατάφωρα από την Ιστορία, ενώ δεν θα έπρεπε αυτό να συμβαίνει, είναι ο Νάντορ Χιντεγκούτι της μεγάλης Ουγγαρίας της δεκαετίας του 1950. Μνημονεύονται δυσανάλογα ο Πούσκας και (ένα κλικ πιο κάτω) ο Κότσιτς, ενώ η ατμόσφαιρα της εποχής δεν ήταν αυτή. Ο Χιντεγκούτι έπαιξε άτυπα το ρόλο του «εξαριού» σε τέτοιο επίπεδο όσο κανείς έως σήμερα. Ή, μάλλον, εξαίρεση αποτελεί ο Ινιέστα με ένα διαφορετικό αγωνιστικό στυλ, που όμως θα συμπλήρωνε τέλεια τον Ούγγρο. Υποτιμημένος, λοιπόν, ο Χιντεγκούτι, που ένα πράμα δεν ήξερε να κάνει. Ή δεν καταδεχόταν. Να αμύνεται. Η αντίληψη του παιχνιδιού που είχε ο Χιντεγκούτι ακόμη και σήμερα συνιστά ζητούμενο. Και η βαριά κατάθλιψη, η κατατονία από την οποία πάσχει το ουγγρικό ποδόσφαιρο εξηγείται και από το γεγονός αυτό. Με τέτοια παρακαταθήκη δεν μπορούν να βγάλουν μισό παίκτη της προκοπής. Ο τελευταίος ήταν ο Λάγιος Ντέταρι, ένας από τους μεγαλύτερους ξένους παίκτες που έχουν έρθει στην Ελλάδα, που έφερνε όμως μέσα του το μαρασμό και την ηττοπάθεια μιας ολόκληρης κοινωνίας. Πόσο θλιβερή όσο όμως και αντιπροσωπευτική ως προς αυτό είναι η αναμέτρηση ΕΣΣΔ – Ουγγαρία 6-0 για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1986. Kι αυτό όμως μια εικασία είναι. Διότι στο πόλο οι Ούγγροι επέδειξαν διαφορετική αγωνιστική νοοτροπία.

nandor-hidegkuti2

Ο Χιντεγκούτι, λοιπόν, ήταν εφάμιλλος του Πούσκας. Δεν αμυνόταν. Δεν ήθελε, δεν μπορούσε, δεν καταδεχόταν. Ποιος ξέρει; Πάντως αυτή του η «αδυναμία» ήταν και ο κυριότερος λόγος που η Ουγγαρία έχασε στον τελικό των αιώνων, το 1954, από τη Δυτική Γερμανία. Ακόμη και ο Γκαλεάνο, στο βιβλίο του «Το ποδόσφαιρο στο φως και στη σκιά» επιχειρεί την πλέον τίμια αλλά «αδύναμη» προσέγγιση της σωματικής εξάντλησης της Ουγγαρίας στους αγώνες με Βραζιλία και Ουρουγουάη. Άντε και στην απουσία προσωπικότητας του Ούγγρου προπονητή. Ο εγωισμός του Χιντεγκούτι, που δεν ήθελε να τρέξει και για τον Πούσκας, ήταν η πρώτη εντύπωση. Ο Πούσκας απέκτησε υστεροφημία, που το όνομα Ρεάλ Μαδρίτης εξασφαλίζει ακόμη και σε έναν απλό φίλαθλο που φορά τη φανέλα της. Ο Χιντεγκούτι δεν είχε «δυτική» νοοτροπία σε βαθμό που θα του την εξασφάλιζε. Ίσως χρεώθηκε, άτυπα, σε δυσανάλογο βαθμό αυτή την τόσο πικρή ήττα. Ακόμη και σήμερα, για αυτόν τον μέγιστο παίκτη οι απόψεις για το πού έπαιζε ποικίλλουν. Κάπως αόριστα τον γράφουν σέντερ φορ. Για άνθρωπο που έχτιζε επιθέσεις από το κέντρο της δικής του ομάδας είναι κάπως οξύμωρο. Λόγω πληθωρικού ταλέντου, στις ομάδες του θα μπορούσε να παίξει και τερματοφύλακας. Στην Εθνική έπαιξε «εξάρι», με έναν τρόπο κάθετο, απαλό, αβίαστα αυτόματο και ευφυέστατο σε τέτοιο βαθμό, που δεν πλησίασε ποτέ κανείς από τότε. Ο Οζίλ και ο Σώκρατες σε ένα ας πούμε. Το παιχνίδι με την Αγγλία, στο περιβόητο 6-3 στο Γουέμπλεϊ, είναι το «διαμάντι» του.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Καμία δημοσίευση για προβολή