Ο κορυφαίος Ευρωπαίος όλων των εποχών

1259

Ο Νίκος Γκάλης έγινε 60, ο Ρονάλντο έκλεισε τα 41, ο Ντιέγκο Μαραντόνα, στις 30 Οκτωβρίου, θα κλείσει τα 57. Ντάμιτ. Μεγαλώνουν εκείνοι και εμείς μεγαλώνουμε μαζί τους. Ο Ντούσαν Ίβκοβιτς την Τετάρτη σταμάτησε οριστικά από το μπάσκετ, στα 74 χρόνια του, αφού πήρε το μετάλλιο τιμής της Ευρωλίγκας. Και ο κορυφαίος Ευρωπαίος μπασκετμπολίστας όλων των εποχών, ο Τόνι Κούκοτς, στις 18 Σεπτεμβρίου γιόρτασε τα 49α γενέθλιά του. Σε έναν χρόνο ένας από τους ανθρώπους που, ας το ομολογήσουμε, ήταν η ελπίδα μας για την αιώνια νεότητα, θα κλείσει τα 50 χρόνια, σε ακόμα μία επιβεβαίωση ότι όλοι μας κάποτε θα πεθάνετε.

Οι Γιουγκοσλάβοι προπονητές, είτε εκείνοι που προέκυψαν από τη σχολή Ράνκο Ζεράβιτσα είτε αυτοί που βγήκαν από τη λέσχη Αλεκσάνταρ Νίκολιτς, δεν έχουν εύκολα τα λόγια για έναν παίκτη. Μπορούν να αποθεώσουν την ομάδα τους, να μιλήσουν για τη σύμπνοια και τον τρόπο που ακολουθεί τα plays, για τον μπαλετίστικο τρόπο με τον οποίο συνεννοείται, αλλά σπανίως θα ακούσεις να πουν καλή κουβέντα για παίκτη. Όσο πιο ταλαντούχος είναι ο παίκτης, μάλιστα, τόσο δυσκολότερο γίνεται. Κάποτε ο Ζέλιμιρ Ομπράντοβιτς, προπονητής του Παναθηναϊκού, απάντησε στην αγαπημένη πεντάδα του βάζοντας μέσα τον Γιώργο Καλαϊτζή και τον Ισμαήλ Σάντος, τον γκαρντ της Ρεάλ Μαδρίτης που «έσβησε» τον Έντι Τζόνσον στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1995 στη Σαραγόσα. Οι Γιουγκοσλάβοι, άλλωστε, ήταν εκείνοι που εισήγαγαν τον πόιντ γκαρντ ο οποίος δεν θα χρειαζόταν να είναι σκόρερ ή να έχει σπουδαίες ικανότητες πλην της οργανωτικότητας. Γι’ αυτό, για χρόνια διεθνής ήταν ο «Μόκα» Σλάβνιτς, ο Ζόραν Σρετένοβιτς, ο Γιούρι Ζντοβτς (που είχε περισσότερο ταλέντο από τους υπόλοιπους), ο ίδιος ο Ζέλιμιρ Ομπράντοβιτς, ο Σάσα Ομπράντοβιτς, αλλά και, τους σύγχρονους καιρούς, ο Στέφαν Μάρκοβιτς και ο Στέφαν Γιόβιτς, που βγήκαν από το 2009 και έπειτα, όταν ο Ντούσαν Ίβκοβιτς βρέθηκε στον πάγκο των «ορλόβι» σχεδόν απόμαχος, αλλά οδηγώντας τους, στο Ευρωμπάσκετ της Πολωνίας, στον πρώτο τελικό τους από το Μουντομπάσκετ της Ιντιανάπολης το 2002 και το πρώτο μετάλλιο.

Όμως ακόμα και ο Ίβκοβιτς, που θεωρείται ο σύγχρονος Πατριάρχης όλου του γιουγκοσλάβικου μπάσκετ, δεν μπορούσε να κρατήσει μέσα του το θαυμασμό για τον Τόνι Κούκοτς. Φυσικά, ό,τι αποτυπώθηκε ήταν όταν ο «Ροζ Πάνθηρας» είχε αποσυρθεί από την ενεργό δράση, παρ’ όλα αυτά και πάλι δεν είναι εύκολο να σου ξεφύγει. Ο Ίβκοβιτς, σε μία συνέντευξη πριν από 5 χρόνια στην «Goal News», εφημερίδα που πια δεν υπάρχει, μιλώντας για τον Παπανικολάου είπε ότι «δεν είναι ο νέος Κούκοτς, αλλά έχει προοπτικές και μπορεί να γίνει πολύ καλύτερος». Μου θυμίζει, λίγο, αυτό το έθιμο που έχουν οι Εβραίοι, οι οποίοι ψάχνουν ανάμεσα στα νεογέννητα τον Ιησού Χριστό, μόνο που τον έχουν ήδη βρει. Αν έβαζε κάποιος τον ορό της αλήθειας στον Ντούσαν Ίβκοβιτς ή τον Μπόζα Μάλκοβιτς, ποντάρω τα χρήματα που έχω στην αριστερή τσέπη του παντελονιού μου ότι θα αποκαλούσαν τον Τόνι Κούκοτς καλύτερο παίκτη όλων των εποχών, καλύτερο ακόμα και από τον Μάικλ Τζόρνταν.

Όταν πέθανε ο Γιόχαν Κρόιφ διάβασα ένα κείμενο του Χρίστου Χαραλαμπόπουλου, στο οποίο έλεγε ότι ένας καθηγητής που παρακολουθούσε στο πανεπιστήμιο είπε ότι το «Total Football» που έπαιξε ο Άγιαξ τις αρχές της δεκαετίας του ’70 είχε παρθεί από την αρχική ιδέα του Ολλανδού Κορνέλυς Λέλυ, αρχιτέκτονα του 19ου αιώνα, που συνέλαβε τα φράγματα τα οποία μπορούσαν να μεγαλώσουν το καλλιεργήσιμο έδαφος των Κάτω Χωρών.

Κάτι αντίστοιχο, πιθανότατα, βρήκαν στον Κούκοτς τόσο ο Μπόζα Μάλκοβιτς όσο και ο Ντούσαν Ίβκοβιτς. Αυτό το θαύμα του ευμετάβλητου χώρου μέσα από έναν και μόνο άνθρωπο, που εμφανίστηκε για να αντιστρέψει τη ροή του παιχνιδιού, να αλλάξει τις άμυνες, να τελειώσει την εποχή που οι υπερσκόρερ τελείωναν με 45 πόντους ανά μέσο όρο μία ολόκληρη σεζόν. Αν και στην περίπτωση αυτής της εικόνας, των καλαθομηχανών που σκόραραν αφειδώς στο καλάθι, το τέλος μοιάζει να μην το προσπορίζει ο μέγιστος δυνατός ενθουσιασμός, το μπάσκετ είναι σίγουρα στην κορυφή των σπορ που έχουν σημειώσει τη μεγαλύτερη πρόοδο τα τελευταία 30 χρόνια. Παντού είναι επιστήμη, ωστόσο στην Ευρώπη συγκεκριμένα έχει απογειωθεί στη γνωστική πλευρά του, με αποτέλεσμα να κρίνεται με βάση την κατανόηση και όχι το θέαμα. Κάτι που, υπό μία έννοια, είναι εξαιρετικά εντυπωσιακό.

Για αυτήν την πρόοδο, ο Τόνι Κούκοτς έπαιξε ισοϋψή ρόλο με οποιονδήποτε άλλο, είτε είναι ο Μάικλ Τζόρνταν είτε ο Τσαρλς Μπάρκλεϊ είτε ο Σκότι Πίπεν είτε ο Στέφεν Κάρι είτε ο Ντιρκ Νοβίτσκι. Ο τελευταίος δεν αναφέρεται τυχαία, μια και πανθομολογουμένως θεωρείται ο κορυφαίος όλων των εποχών. Για μένα δεν είναι καν ο νούμερο 2, αφού έχω τον Αρβίντας Σαμπόνις στη λίστα. Η δεκάδα μου σε Ευρωπαίους:

-Τόνι Κούκοτς.

-Αρβίντας Σαμπόνις.

-Ντιρκ Νοβίτσκι.

-Ντράζεν Πέτροβιτς.

-Νίκος Γκάλης.

-Ντέγιαν Μποντιρόγκα.

-Πάου Γκασόλ.

-Σεργκέι Μπέλοφ.

-Σαρούνας Γιασικεβίτσιους.

-Κρέζιμιρ Τσόσιτς.

Δεν μπήκαν στην επιλογή ξυστά: Δημήτρης Διαμαντίδης, Θοδωρής Παπαλουκάς, Χουάν Κάρλος Ναβάρο, Ντίνο Ράτζα, Βλάντε Ντίβατς, Μαρκ Γκασόλ, Μπορίς Ντιό. Σούπερ ντούπερ έξτρα μπόνους προσωπική αδυναμία: Μάνου Τζινόμπιλι.

Ο Ντιρκ Νοβίτσκι είναι ένας αθλητής που πολύ λογικά πιάνει το νούμερο ένα για το 80% ως κορυφαίος Ευρωπαίος παίκτης μπάσκετ για το 80% του παγκόσμιου πληθυσμού. Πράγματι, υπάρχουν λίγα επιχειρήματα για να αναιρέσεις αυτήν την επιλογή, όμως είναι δυνατά. Οι συνθήκες, παραδείγματος χάρη, είναι ένα. Ο τρόπος που προετοιμάστηκε, τα σύγχρονα μέσα στα οποία βασίστηκαν οι προπονητές του, που είχαν όραμα. Ο Νοβίτσκι έδωσε στον κόσμο τα 213 εκατοστά του μέσα σε ένα λιμπρέτο από βαρυτικά απαγορευμένες κινήσεις, που θα μπορούσαν να είναι το αισθητικό ισοδύναμο του «η Γη περιστρέφεται γύρω από τον Ήλιο και όχι το αντίθετο», που είχε αποδείξει ο Κοπέρνικος στα 1500. Ήταν ένα άλυτο σταυρόλεξο, όποιος κι αν τον μάρκαρε. Τόσο πρωτοποριακός, που θα πρέπει ενδεχομένως να περάσει μία δεκαετία χωρίς εκείνον στη δράση για να διαισθανθούμε την προσφορά του. Ο Τόνι Κούκοτς, πάλι, έγινε αυτό που έγινε σε ένα κλειστό που είχε τρύπες και περνούσε το νερό από τη βροχή, σε μία πόλη που δε λογάριαζε και πολύ το μπάσκετ έχοντας έναν τύπο που φορούσε ζακέτα και ενδεχομένως μετά τα 20 του να έμαθε ότι ο άνθρωπος μπορεί να έχει παλμούς και μπορείς να τους μετρήσεις κιόλας. Ο τρόπος που έπαιζε μπάσκετ, που αισθανόταν το παιχνίδι, ήταν πολύ διαφορετικός από οποιονδήποτε άλλο τότε: να πάει στη δεξιά και την αριστερή πλευρά του γηπέδου, για να δημιουργήσει μία φάση, δεν ήταν αναγκαίο κακό, επειδή μπροστά του έβρισκε ένα εμπόδιο, αλλά η αρχή μίας γεωμετρικής συνεργασίας, η οποία θα κατέληγε σε ένα εύκολο καλάθι. Ο Κούκοτς θα ξεκινούσε μία φάση στην οποία θα γινόταν αποδέκτης της μπάλας δύο και τρεις φορές στην ίδια επίθεση, τη στιγμή που οι ομάδες με τους αρχισκόρερ θα τους έδιναν την μπάλα και οι υπόλοιποι τέσσερις παίκτες θα έκαναν στην άκρη. Μπορούσε να σουτάρει, να πασάρει, ακόμα και να παίζει άμυνα -ο Μπόζα τον έστελνε πάνω στον Γκάλη στα παιχνίδια με τον Άρη και αυτό θα έπιανε τόπο- να παίρνει ριμπάουντ και να αλλοιώνει σουτ ακόμα και χωρίς να ακουμπήσει την μπάλα και, κυρίως, θα μίκραινε και θα μεγάλωνε το χώρο στο εκάστοτε γυμναστήριο αναλόγως με το τι χρειαζόταν η ομάδα του. Ήταν η αίσθηση, πέρα από το γεγονός ότι αν είχες υποστεί αμνησία και έβλεπες ένα παιχνίδι της Γιουγκοπλάστικα σε HD, εστιάζοντας αποκλειστικά στον τύπο με το 7, δεν θα είχες ιδιαίτερο προβληματισμό στο να αποφασίσεις ότι το ματς έγινε προσφάτως, αν και έχουν περάσει σχεδόν 29 χρόνια από τότε που το συγκρότημα του Μάλκοβιτς πρωτοεμφανίστηκε στο Κύπελλο Πρωταθλητριών ομάδων Ευρώπης.

Αναρωτιέμαι τι κάνει ο Τόνι Κούκοτς. Τον Απρίλιο ο φίλος μου ο Γιάννης του έστειλε ένα μήνυμα στο οποίο αιτούνταν να μιλήσουν για τη Γιουγκοπλάστικα, στο πλαίσιο ενός μεγάλου αφιερώματος. Ο Κούκοτς τού απάντησε, «συγγνώμη, δεν ενδιαφέρομαι να μιλήσω για αυτό». Πού βρίσκεται; Γιατί δεν πήγε στο ΣΕΦ να τιμήσει έναν άνθρωπο που αποδεδειγμένα τον λατρεύει, αποκαλώντας τον «το Κουκόνι μου;». Αν δε με απατά η μνήμη μου ή δε βρίσκομαι σε καθεστώς άγνοιας, τελευταία φορά που ο Κούκοτς εμφανίστηκε σε κάποια εκδήλωση ήταν στις 3 Ιουλίου του 2005 και το φιλικό προς τιμή του Αλεξάντερ Τζόρτζεβιτς στο Βελιγράδι, που συνέπεσε με την επέτειο των 10 ετών από τον τελικό του Ευρωμπάσκετ του 1995 (2 Ιουλίου), όταν η Γιουγκοσλαβία νίκησε 96-90 τη Λιθουανία και ο Σάλε έβαλε 41 πόντους. Εμφανίστηκε, επίσης, προσφάτως, να μιλάει σε βίντεο, όμως, για τον Νίκο Γκάλη, όταν ο τελευταίος μπήκε στο διεθνές Hall of Fame. Σύντομα ο ίδιος θα πάρει σειρά. Η Κροατία είναι πάντα μία πονεμένη ιστορία, δεν την οδήγησε σε κάποιον τελικό, αν εξαιρέσεις το 1992 και τους Ολυμπιακούς της Βαρκελώνης, που ο Ντράζεν ήταν το πρώτο βιολί, ωστόσο ο κροατισμός, που συμβολίζει την αδυναμία διάκρισης σε μεγάλες διοργανώσεις, πρέπει να γίνει επίσημη ασθένεια. Γυρίζει στο σπίτι του στο Σπλιτ τα καλοκαίρια; Μιλάει καθόλου με τον Ντίνο Ράτζα; Έχει επικοινωνία με τον Ντούσκο Ιβάνοβιτς, τον Βέλιμιρ Περάσοβιτς, τον ίδιο τον Μπόζα; Του στέλνουν από την Μπένετον καμιά 20αριά νέα μπλουζάκια ανά τακτά χρονικά διαστήματα; Κάνει μπάρμπεκιου με τον Πίπεν; Ρίχνει κάνα σουτάκι πού και πού;

Όπως και να έχει, ο Τόνι Κούκοτς ήταν ο μόνος Ευρωπαίος μπασκετμπολίστας που αποτελεί αληθινό επιστημονικό παράδειγμα, που ο τρόπος παιχνιδιού του ξέφευγε από τις γραμμές και θα μπορούσε να μελετηθεί από τους επιστήμονες, που στα αλήθεια εναρμονίστηκε με τους μαθηματικούς κανόνες, τα μαθηματικά για τα οποία κάποτε ο Νιλ ΝτεΓκράς Τάισον εκδήλωσε την έκπληξή του, λέγοντας ότι «ο άνθρωπος ανακάλυψε τα μαθηματικά και αυτό, για το συγκεκριμένο ατελές ον, είναι σπουδαίο». Ο Τόνι Κούκοτς, λοιπόν, ήταν ένα ειδικό σπουδαίο του όλου. Και μπορεί να αργήσαμε να του πούμε χρόνια πολλά, αλλά, ξέρεις, οι γιορτές κρατούν 40 μέρες.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Καμία δημοσίευση για προβολή