Η τέταρτη διάσταση στο πλευρό της κομψότητας

439

Ως τέταρτη διάσταση στο σύμπαν, ο χρόνος τίθεται στο πλευρό του στυλ σε ό,τι αφορά την κίνηση. Για αυτό, κιόλας, οι πιο κομψοί άνθρωποι στον κόσμο μοιάζουν να έχουν πολύ περισσότερο χρόνο από τους αγχωτικούς. Είναι ένας κανόνας της κομψότητας να μη βιάζεσαι, κατά συνέπεια να μην αγχώνεσαι για να προλάβεις. Το στυλ χάνεται όταν οι συνθήκες της διάστασης με την οποία καταπιάνεσαι είναι δυσμενείς. Όταν, δηλαδή, οι ρυθμοί της ίδιας της επαγγελματικής κατάστασης είναι ή θεωρούνται γρήγοροι. Για αυτό, κιόλας, οι κινηματογραφικές φιγούρες από τη δεκαετία του ’70 κυρίως και έπειτα έχουν χάσει ένα κλικ από την κομψότητα που υπήρχε σε άνδρες όπως ήταν ο Κάρι Γκραντ ή ο Μαρτσέλο Μαστροιάννι, δηλαδή εικόνες σίγουρες για τις κινήσεις τους επειδή είχαν το χρόνο να τον κάνουν. Ακόμα και ο Τζέιμς Μποντ, που όταν βγήκε στους κινηματογράφους θεωρήθηκε η επιτομή του ανδρικού στυλ, εξανθρωπίστηκε για να μπορεί να δικαιολογεί τις παραλήψεις της φιγούρας δράσης σε ό,τι αφορά το φλερτ. Πάνω στο μισό αιώνα από την κινηματογραφική μεταφορά του, ο Μποντ επιδεικνύει μία αλλόκοτη ευαισθησία, η οποία, ωστόσο, είχε ξεκινήσει να προαλείφεται δεκαετίες πίσω από τα κινηματογραφικά στούντιο.

Ο αθλητισμός και ειδικά το ποδόσφαιρο δεν γίνεται να διαφοροποιούνται από αυτόν τον κανόνα. Βεβαίως, όσο περνά ο καιρός και ο χρόνος συνεχίζει να εναντιώνεται στην αισθησιακή βαριεστημάρα τόσο θα εκτιμάται το στυλ που υπήρχε πριν από 25 ή από 30 χρόνια. Στο ποδόσφαιρο ασφαλώς δεν υπάρχουν πια Τζορτζ Μπεστ και Γκαρίντσα και Όμαρ Σίβορι και Μιγκέλ Άνχελ Λαμπρούνα και Νάντορ Χιντεγκούτι (όνομα που η αναφορά του υπενθυμίζει το εξαίσιο κείμενο που έγραψε ο Βασίλης για αυτόν), αλλά δεν υπάρχουν Ρομπέρτο Μπάτζιο και Ντένις Μπέργκαμπ και Τζαλμίνια, ακόμα και ο Χοακίν. Δεν υπάρχει, φυσικά, δέκα γεμάτα χρόνια από την κουτουλιά, μία μυθική ποδοσφαιρική στιγμή από το δευτερόλεπτο που συνέβη, ένα διαρκώς απογειωτικό δρώμενο, Ζινεντίν Ζιντάν.

Δεν ήταν τυχαίο το γεγονός ότι το ποδόσφαιρο άλλαξε όταν η κοινωνία άλλαξε. Η Βραζιλία του 1970 ήταν το τελευταίο θαύμα μίας εποχής με τίτλο Dolce Vita, δηλαδή Γλυκιά Ζωή, τόσο γλυκιά όσο το ποδόσφαιρο που έπαιζαν ο Τοστάο και ο Ριβελίνο και πίσω από αυτούς ο Ντιντί και ο Τζάλμα Σάντος. Ο κόσμος εξοικειωνόταν με την αλλαγή που ήταν κυρίως χρονική, «θέλουμε τον κόσμο και τον θέλουμε τώρα», ήταν το γενικό μήνυμα του Μάη του ’68, που σε 17 μήνες θα εορταστεί η 50ή επέτειός του. Το ίδιο το ποδόσφαιρο ήταν έτοιμο για το ολλανδικό totaalvoetbal, το οποίο δεν θα γινόταν να φανερωθεί στις πιο ρομαντικές εποχές. Είχε αλλάξει ήδη ο ήχος του μπάσου, είχε γίνει λίγο πιο σκληρός, η ροκ εμφανιζόταν σε πολλές παρανοϊκές μορφές. Ο Γιόχαν Κρόιφ έγινε ο Παναγιώτατος της Νέας Εποχής, η οποία δεν θα ήταν Μπελ Επόκ ή «χρυσή», ένας πλατωνικός χαρακτηρισμός, όσο μία που η ταξική απόσταση θα μειωνόταν με ζημία στο όλο αποτέλεσμα την κακογουστιά. Και όχι απλώς την κακογουστιά, αλλά τη νέα τάξη πραγμάτων στις ζωές μας, οι οποίες ελάχιστα, πια, θυμίζουν ζωές θηλαστικών.

Ο Κριστιάνο Ρονάλντο είναι, ως τώρα, ο απόλυτος συμβολισμός αυτής της εξελικτικής πορείας. Πριν από λίγες εβδομάδες κέρδισε, δικαίως, τη «Χρυσή Μπάλα» για τέταρτη φορά. Την είχε κερδίσει το 2008, το 2013, το 2014 πριν. Με αυτήν την επικράτηση ξεπέρασε τον Μισέλ Πλατινί, τον Ζινεντίν Ζιντάν, τον Μάρκο φαν Μπάστεν και τον Γιόχαν Κρόιφ. Βρίσκεται μόλις μία πίσω από τον ημίθεο (πιο κοντά σε θεό και λιγότερο κοντά σε άνθρωπο) Λίο Μέσι. Τον, ανεξαρτήτως τίτλων, που θα τον έκαναν στη συνείδηση του κόσμου τέτοιο και με την επίγνωση ότι δεν γίνεται αληθινά να τίθεται θέμα σύγκρισης, αναγκαστικά πιο ικανό ποδοσφαιριστή όλων των εποχών.

Την τελευταία «Χρυσή Μπάλα» ο Ρονάλντο την κέρδισε με τον Ζιντάν στον πάγκο. Ο Γάλλος έπαιξε στη Ρεάλ Μαδρίτης από το 2001 έως το 2006, επειδή θα ήταν αδύνατον να μην παίξει. Όλο το κορμί του και η ποδοσφαιρική οξύνοιά του «φώναζαν» ότι έπρεπε να υπάρξει συμπαίκτης με τον Ραούλ Γκονζάλες, ένα δίδυμο που έδινε στη Ρεάλ αυτήν την αύρα του πρώτου μισού της δεκαετίας του ’60 και την έκανε το ανδρικό ποδοσφαιρικό ισοδύναμο των «αγγελακίων» της Victoria’s Secret. Ο Ζιντάν ήταν ένας αρτίστας, υποθέτω ο τελευταίος πριν τον Αντρές Ινιέστα. Ακόμα και οι κλασικοί μουσικοί διέπονταν από κτηνώδη ένστικτα και ως ορμέμφυτα πλάσματα ενδεχομένως να μην είχαν διαφορά από τις σεξουαλικές πτυχώσεις στο οργανικό ύφασμα του γνωστού μαρκησίου ή την αδηφαγία του Ερρίκου του Όγδοου. Αλλά όταν άρχισαν τα τουρ στην Ασία ακόμα και ο ίδιος «πέταξε» τουλάχιστον δύο χρονιές με τη Ρεάλ. Οι ποδοσφαιριστές άρχισαν να γίνονται μάρκες πριν φτάσουμε στους σύγχρονους καιρούς και το 2003, στο παιχνίδι, μοιάζει να απέχει πολλά περισσότερα χρόνια από τα 13 που στοιχειοθετούν όντως τη διαφορά. Η διαφορά στα παιχνίδια, ο προγραμματισμός, οι εκδηλώσεις, κυρίως τα υπερατλαντικά τουρ κρατούν πλέον τους κορυφαίους ποδοσφαιριστές σε εγρήγορση. Πρόκειται για μία βιομηχανία που κρατά δεκαετίες, η οποία εδώ και σχεδόν 8 χρόνια μάς δείχνει το αληθινό πρόσωπό της. Αν, πάντως, κάποιος θέλει να βρει το ένα σημείο που το παιχνίδι έγινε πλήρως οικουμενικό (διότι δεν μπορούμε να μιλάμε για κάτι οικουμενικό αφήνοντας εκτός συζήτησης τα 2 δισεκατομμύρια ανθρώπους της Ασίας) δεν ήταν ποδοσφαιρικό: ήταν η τρέλα που επικράτησε με τη μοϊκάνα του Ντέιβιντ Μπέκαμ το 2002, στο Μουντιάλ της Ιαπωνίας και της Νότιας Κορέας.

Ο Ρονάλντο είναι το ξεκάθαρο προϊόν αυτής της εποχής. Στην αρχέγονη μορφή του ήταν ένας εξαιρετικός ντριμπλέρ: από το περίφημο φιλικό της Σπόρτινγκ με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ το καλοκαίρι του 2003 έως και εκείνες τις πρώτες χρονιές που έπαιζε πάνω στη γραμμή, λιπόσαρκος με κέφι για ζωή, ο Κριστιάνο Ρονάλντο θύμιζε εκείνους τους παλιούς εξτρέμ από τους οποίους οι αμυντικοί κρατούσαν λίγη απόσταση θέλοντας να διατηρήσουν την αξιοπρέπειά τους. Ήταν σαν αγγλική ποπ προς ροκ μπάντα, σαν τους Cure ας πούμε, με τη φράτζα του και όλα τα σχετικά. Αν παρέμενε σε όλη την καριέρα του έτσι, θα ήταν ένας αξιόλογος ποδοσφαιριστής, που θα χάριζε υπέροχες στιγμές με μαγευτικές αλλαγές πορείας, σλάλομ σκιέρ, ραμπόνες και σομπρέρο, τακουνάκια κάτω από τα πόδια. Θα τον αγαπούσαμε περισσότερο αλλά δεν θα τον σεβόμασταν το ίδιο, διότι σε πολλούς ανθρώπους βγάζει αυτό το δέος που τελικά καταλήγει σε εμπάθεια- και αυτό συμβαίνει σε καλές περιπτώσεις.

Ο Κριστιάνο ήθελε να γίνει πρωταθλητής και ο καλύτερος ποδοσφαιριστής του κόσμου. Το ότι τελικά δεν συνέβη ήταν ξεκάθαρα λάθος τάιμινγκ. Ασφαλώς και η παράλληλη πορεία του Λιονέλ Μέσι επηρέασε τον όλο τρόπο σκέψης του, από την άλλη μεριά το υλικό του και η περίφημη εργασιακή ηθική του τού επέτρεψε να κυνηγήσει με άσβεστο πάθος- συστατικό που πιθανότατα ουδείς διέθετε προηγουμένως περισσότερο από αυτόν- την κορυφή και μόνο αυτή. Ο Κριστιάνο Ρονάλντο έχει δουλέψει περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο. Είναι το γεγονός που τον κάνει να απαιτεί από τους υπόλοιπους να στέκονται στο ύψος των περιστάσεων και που τον αποδομεί ως αλτρουιστή και τον κάνει δυσάρεστο στον κόσμο. Αλλά είναι εκείνος που θέλει πιο πολύ από οποιονδήποτε να νικάει, κάτι που μοιάζει κυνικό στον κόσμο όταν συμβαίνει ωμά, για αυτόν το λόγο και η απώλεια της νίκης δεν σερβίρεται στις περισσότερες περιπτώσεις μόνη της αλλά έρχεται με μία εντελώς ανεπαρκή αιτιολόγηση η οποία εφευρίσκεται. Δηλαδή, το «παίζει αμυντικό ποδόσφαιρο» ή «δεν αξιοποιεί όλους τους παίκτες του» έρχεται για να αρχίσει τη διαλεκτική η οποία καταλήγει στο «δεν είναι η ήττα το θέμα», ένα καταφανές ψέμα, διότι πάντα είναι η ήττα το θέμα. Αν δεν υπήρχε η ήττα δεν θα γίνονταν, ως επί το πλείστον, συζητήσεις. Αν γίνονται συζητήσεις μετά από νίκη συμβαίνει απλώς για να προληφθεί η επερχόμενη ήττα.

Ο Πορτογάλος, λοιπόν, κατάλαβε πόσο τερατικός πρέπει να είναι ο σύγχρονος ποδοσφαιριστής. Το στυλ του, που έμοιαζε ήδη με εκείνο του καβαλάρη της Harley που χάνεται στο ηλιοβασίλεμα, άρχισε να εμπλουτίζεται ή να αλλοιώνεται μέσα στη μονομανία του πρωταθλητισμού, που καθιστά τους περισσότερους από εκείνους που εμπλέκονται σε αυτήν άρρωστα κουταβάκια. Γεγονός είναι ότι, ως απόλυτος ρέκορντμαν σε όλες τις κατηγορίες γκολ και ασίστ της Ρεάλ, ως παίκτης που είναι πιθανό να φτάσει πρώτος τα 100 γκολ στο Champions League, με ένα αρρωστημένο ποσοστό σε γκολ ανά ματς (380 σε 367 παιχνίδια, 270 σε 247 ματς στο πρωτάθλημα, 80 σε 81 ματς στο Champions League, 21 σε 28 στο Κύπελλο, 9 σε 11 άλλες περιπτώσεις περιλαμβανομένων των Παγκόσμιων Κυπέλλων συλλόγων), είναι πολύ φυσιολογικό να αλλοιώσει το στυλ της ομάδας. Η εποχή του συγκρίνεται μόνο με εκείνη του Αλφρέντο ντι Στέφανο, που κατέστησε τη Ρεάλ «βασίλισσα της Ευρώπης» και γαλαζοαίματη. Είναι προφανές ότι πρόκειται για τόσο ισχυρή προσωπικότητα που όχι μόνο σημαδεύει μία ολόκληρη εποχή για το πιο εντυπωσιακό ευρωπαϊκό κλαμπ, αλλά τη σηματοδοτεί. Ο άνθρωπος που είναι στον πάγκο έδωσε στον κόσμο και τους φίλους της Ρεάλ κάτι να θυμούνται όντας απλώς κάτι που ουδείς θα μπορούσε να είναι, ένας δαντελένιος ποδοσφαιριστής που είναι μία περίπτωση για κάθε γενιά, αλλά ο παίκτης που τη χρονιά που φεύγει κέρδισε ένα Κύπελλο Πρωταθλητριών, ένα Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα και ένα Παγκόσμιο Κύπελλο Συλλόγων είναι εκείνος που έχει καταλάβει περισσότερο από κάθε άλλο τους σύγχρονους καιρούς και δεν παραδόθηκε στη μάχη για να γίνει καλύτερος, ακόμα και αν βρέθηκε σε δονκιχωτική κατάσταση, προσπαθώντας να ανταγωνιστεί την ακαταμάχητη Μπαρτσελόνα. Η βιομηχανία του ποδοσφαίρου έχει καταστήσει το παιχνίδι μία τεράστια κιμαδομηχανή. Έχει ρουφήξει τη χαρά και την κομψότητα από τις διοργανώσεις. Το Κύπελλο Πρωταθλητριών κάποτε ήταν λεπτεπίλεπτο, οπότε επιτρεπόταν και στον ποδοσφαιριστή ο χρόνος για γκραβούρες στα όρια του αγωνιστικού χώρου. Δεν ήταν οι παίκτες που μετέτρεψαν το σύστημα σε θύελλα διαρκών παιχνιδιών, αλλά εκείνοι που αναγκάζονταν, όντες καλύτεροι αθλητές κάθε μέρα, να επιβιώσουν στις υποχρεώσεις που συνόδευαν τα τεράστια συμβόλαια. Ο Πορτογάλος της Ρεάλ Μαδρίτης είναι απλώς ο πιο επιτυχημένος ποδοσφαιριστής σε αυτό το κομμάτι.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Καμία δημοσίευση για προβολή