Η οφειλή του Χρόνου

167

Οι αθλητικοί συνήθως κοκορεύονται επειδή το ρεπορτάζ τους περιέχει όλα τα είδη γνώσης, αν και πιθανώς καμία γενική. Πετάγονται από τα ιστορικά βιβλία στα νομικά και από τις ιατρικές εγκυκλοπαίδειες στις πολεμικές τακτικές λες και είναι είδος πουλιού. Τι είπε ο Σοφοκλής και τι δήλωσε η Βάνα Μπάρμπα μπορεί να έχουν ακριβώς την ίδια βαρύτητα. Ένας κόσμος στον οποίο η Χρυσηίδα Δημουλίδου μπορεί να εκτοπίσει τον Φιόνταρ Ντασταγέφσκι είναι αναμφισβήτητα παράφρων.

Οι αθλητικοί, πράγματι, γνωρίζουν για τη δικτατορία στη Χιλή, μέσα από την άρνηση της Σοβιετικής Ένωσης να παίξει παιχνίδι προκριματικού για Μουντιάλ. Γνωρίζουν για τη δικτατορία στην Αργεντινή μέσα από το 6-0 με το Περού στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978. Γνωρίζουν για τα Φόκλαντς από αυτά που έκανε ο Μαραντόνα στους Άγγλους στο Μουντιάλ του 1986. Ξέρουν για τον Χίτλερ από τον Τζέσε Όουενς, μία ιστορία που είναι συνδυασμός αλήθειας και ψέματος, αλλά και τον Τζο Λούις, που έχασε από τον Μαξ Σμέλινγκ για να το διασύρει στο «Madison Square Garden», στις 22 Ιουνίου του 1938. Οι πιο πονηρεμένοι ξέρουν ακόμα να απαγγέλλουν και το ποίημα που είχε γράψει η Μάγια Αγγέλου για εκείνο τον αγώνα.

Παρ’ όλα αυτά, είναι ελάχιστες οι περιπτώσεις που οι αθλητικοί έχουν δει να αρχίζει κάτι που αφορά στην ανθρώπινη ζωή από το ρεπορτάζ τους. Μία ήταν ο «πόλεμος του ποδοσφαίρου», που έγινε τον Ιούλη του 1969 μεταξύ Ονδούρας και Ελ Σαλβαδόρ, με αφορμή τις αναμετρήσεις των δύο ομάδων για τα προκριματικά του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1970 και μία άλλη, ο εμφύλιος πόλεμος της Γιουγκοσλαβίας. Τότε, στις 28 Ιουνίου 1991, ήταν ασφαλές να πει κάποιος πως το κλίμα αναπόφευκτα οδηγούσε στον πόλεμο, όμως μόνο όταν, στο Ευρωμπάσκετ της Ρώμης και ανήμερα του ημιτελικού της Γιουγκοσλαβίας με τη Γαλλία, ο Γιούρι Ζντοβτς μάζεψε τα πράγματά του και έφυγε αφήνοντας το συγκάτοικό του στο δωμάτιο, Ζάρκο Πάσπαλι, να κλαίει με λυγμούς. Η σλοβενική κυβέρνηση ήταν η πρώτη χώρα που διακήρυξε την ανεξαρτησία της και ο μόνος που είχε δουλειά εκείνη τη μέρα ως Γιουγκοσλάβος ήταν ο Ζντοβτς, που στα παιδικά και εφηβικά χρόνια πρέπει να λάτρευες να άκουγες να τον περιγράφουν ως «ξανθό σκυλί του πολέμου».

Πέρασαν πάνω από 26 χρόνια και η Σλοβενία με τη Σερβία παίζουν στον τελικό του Ευρωμπάσκετ το βράδυ της Κυριακής, στις 21:30. Έναν τελικό που, με βάση την ιστορία του καλοκαιριού του 1991, έχει πάνω του την κορυφή του χρόνου. Έξι παίκτες από το τωρινό ρόστερ της Σλοβενίας και οκτώ από το τωρινό ρόστερ της Σερβίας είναι γεννημένοι πριν από αυτήν την κατάσταση. Μόνο ο Γκόραν Ντράγκιτς, ωστόσο, μπορεί να θυμάται, αν και αυτό τίθεται εν αμφιβόλω, μια και το 1991 ήταν μόλις 5 ετών. Και παρ’ όλα αυτά, η Σλοβενία τώρα θα πρέπει να πληρώσει το τέλος της ανεξαρτησίας της, δηλαδή τον φόρο, απέναντι στη μαμά πατρίδα, η οποία θεωρείται ο απόλυτος φταίχτης για τον εμφύλιο. Ήταν τέτοια η τάση για φυγή, που οι κυβερνήσεις των χωρών που ανεξαρτητοποιήθηκαν δεν είχαν πρόβλημα να κρατήσει το όνομα Γιουγκοσλαβία η Σερβία, ένα όνομα με το οποίο πορεύτηκε, τουλάχιστον στο μπάσκετ, ως το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Ιντιανάπολης, το 2002, ενώ έπειτα το άλλαξε για να σβήσει και τα τελευταία απομεινάρια μίας ένδοξης αθλητικής εποχής η οποία δεν υπήρχε ούτως ή άλλως χρόνια πολλά, απλώς το παχύ όνομα τη θύμιζε πού και πού και οι αθεράπευτα ρομαντικοί αρνούνταν να παραδώσουν την τελευταία ικμάδα της ελπίδας τους για ένα… μελλοντικό παρελθόν, αν και αυτό δε θα σήμαινε απαραιτήτως καλύτερη πραγματικότητα.

Η μεγάλη των πλάβι σχολή ζει και, μάλιστα, κάνει παπάδες. Παπάδες όχι ορθόδοξους ή καθολικούς αλλά αθλητικούς, αφού αυτά τα παιδιά, εξαιρουμένου του Άντονι Ράντολφ, ήταν σε μία άλλη ζωή συμπατριώτες. Όχι άλλη δική τους, αλλά των προγόνων τους. Είναι τέτοιο το ανακάτεμα, ρε αδελφέ, που ουδείς γνωρίζει αν ο Ζάγκορατς και ο Μίτσιτς, παραδείγματος χάρη, μπορεί να είναι μακρινοί συγγενείς από έξι γενιές. Ουδείς δύναται να γνωρίζει με σιγουριά. Η μεγαλύτερη πλάκα σε αυτόν τον τελικό είναι ότι το φαβορί είναι η Σλοβενία. Τούτο δεν αιτιολογείται μόνο από την ποιότητα των παικτών, αλλά και από το γεγονός ότι η επικράτησή της επί της Ισπανίας στον ημιτελικό ήταν μία σφαλιάρα που ακούστηκε από τα Βαλκάνια μεχρι την Ιβηρική, λες και πάτησε με το πελώριο πόδι του ο Κύκλωπας Πολύφημος. Έκανε τόσο γδούπο που ήταν αδύνατον να μην την προσέξει κάποιος. Η νίκη της Σλοβενίας επί μίας ομάδας με πολύ βαρύ ρόστερ, σε ονόματα, είναι ασφαλώς ένα δρώμενο αξιοσημείωτο, αλλά οι 20 πόντοι διαφορά; Τούτο παραπάει και προκαλεί παραμιλητό. Συν την καταπληκτική στατιστική του Λούκα Ντόντσιτς, ούτως ειπείν τους 11 πόντους, τα 12 ριμπάουντ και τις 8 ασίστ, μαζί με τα 0 λάθη. Ακούγεται εντυπωσιακό, παρ’ όλα αυτά ο κλονισμός έρχεται από τα 18 έτη που τούτο το κοπέλι θωρεί το φως του κόσμου. Ο Ντόντσιτς έκλεισε τα 18 την τελευταία μέρα του Φλεβάρη και αν πολλοί έφηβοι έχουν αποκληθεί φαινόμενα, η τελευταία φορά που κάποιος ασκούσε τέτοια επιρροή στα δρώμενα (δηλαδή παίζοντας το ρόλο πρωταγωνιστή από τα μικράτα του και όχι μόνο μέσω της φαντασίας, για το τι παίκτης, δηλαδή, πρόκειται να γίνει) άκουγε στο ονοματεπώνυμο Ντράζεν Πέτροβιτς. Η Σλοβενία είναι έργο του Ιγκόρ Κοκόσκοφ, που είναι Σέρβος αλλά οι Σέρβοι δεν θέλουν να θυμούνται: Το 2004 και το 2005 ήταν βοηθός προπονητής του Ζέλιμιρ Ομπράντοβιτς στην εθνική ομάδα και βίωσαν μαζί τον αποκλεισμό από την οκτάδα των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, μετά την ήττα τους από την Κίνα, και, ό,τι κοντινότερο σε τραγωδία στο σέρβικο αθλητισμό, τον αποκλεισμό από τη Γαλλία στο μπαράζ του Ευρωμπάσκετ του Βελιγραδίου τον επόμενο χρόνο, που έφερε τον… καταρράκτη που ακολούθησε, με αποτέλεσμα ο Ομπράντοβιτς να κρυφτεί για κάποιον καιρό στο σπίτι του κουμπάρου του, Ντούσαν Ίβκοβιτς, προκειμένου και ο ίδιος να νιώθει ασφαλής.

Ο Κοκόσκοφ κοούτσαρε τελευταία φορά σύλλογο στην Ευρώπη το 1996-97, δηλαδή την Παρτίζαν Βελιγραδίου και μάλιστα τους εφήβους της, ενώ ο Αλεκσάνταρ Τζόρτζεβιτς, προπονητής της εθνικής Σερβίας, έπαιζε στην Μπαρτσελόνα και στην Καταλονία έλεγαν ότι θα γίνει ο Μωυσής της, ο άνθρωπος που θα ανοίξει τη θάλασσα, ούτως ειπείν θα κατακτήσει το καταραμένο Κύπελλο Πρωταθλητριών, που 40 χρόνια είχαν σχεδόν περάσει και στη Βαρκελώνη δεν είχε μετοικήσει ακόμα. Ο Ολυμπιακός στραπατσάρισε την Μπαρτσελόνα, αλλά το ίδιο καλοκαίρι, στην Ισπανία, ο μέγας Σάλε πέτυχε ένα από τα πιο σημαντικά σουτ στην ιστορία του γιουγκοσλάβικου ου μην και ευρωπαϊκού μπάσκετ: το τρίποντό του στην εκπνοή του παιχνιδιού Γιουγκοσλαβία-Κροατία, μετά τις δύο εύστοχες βολές του Σλάβεν Ρίματς, δεν ήταν μόνο εκείνο που χάρισε στους Γιουγκοσλάβους τη νίκη στο πρώτο παιχνίδι που οι δύο ομάδες συναντήθηκαν, αλλά και το σουτ που δημιούργησε μία από τις πλέον δυσοίωνες παραδόσεις στην ιστορία. Όποιος μιλάει για κατάρα, να το πει στους Κροάτες, που τους Σέρβους στο μπάσκετ δεν τους έχουν νικήσει ακόμα και, με εξαίρεση το ματς της φάσης των «16» στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 2010, δεν έχουν φτάσει καν κοντά στο να το κάνουν όσο την πρώτη φορά.

Είκοσι χρόνια μετά, αυτό που έχει κάνει ο Τζόρτζεβιτς με αυτήν την εθνική Σερβίας δεν το πιστεύει κανείς. Να μου πεις, ο Ίβκοβιτς και ο Ομπράντοβιτς κάνουν παρέα με τον Ντέγιαν Μποντιρόγκα και σε αίγλη επικρατούν των Αντρέι Κιριλένκο και Ντέιβιντ Μπλατ, δηλαδή των δύο πυλώνων της Ρωσίας που κατέκτησε το Ευρωμπάσκετ του 2007 μέσα στη Μαδρίτη στις 16 Σεπτεμβρίου με την ορειβασία του Τζέι Αρ Χόλντεν και το άστοχο σουτ-ψυχοβγάλτης του Πάου Γκασόλ. Υπάρχει εκείνη η ιστορία από την Μπολόνια, το 2002, όταν ο Μπλατ κατέβαινε στο λόμπι του ξενοδοχείου που διέμενε η Μακάμπι Τελ Αβίβ, ρούκι προπονητής τότε και, όπως λένε, το μυαλό της Μακάμπι του Πίνας Γκέρσον με τους ισάριθμους τελικούς σε Ευρωλίγκα και Σουπρολίγκα τη διετία 2001-02 και η πολύ καλή διάθεση που είχε σβήστηκε όταν, σε ένα από τα τραπέζια του ξενοδοχείου, είδε τον Ίβκοβιτς και τον Ομπράντοβιτς, προπονητή του Παναθηναϊκού που θα αντιμετώπιζε η Μακάμπι στον ημιτελικό του Final 4 της Ευρωλίγκας, να κάθονται και να συζητούν πίνοντας καφέ. Μία γλώσσα που δεν καταλαβαίνεις μπορεί να σχηματίζει μία απόπειρα δολοφονίας εις βάρος σου, οπότε ο Μπλατ ανησύχησε και δικαίως, μια και ο Ομπράντοβιτς, με τον Ντέγιαν Μποντιρόγκα να γίνεται πόιντ φόργουορντ πολύ πριν ισχύσει ο όρος, και τον Λάζο Παπαδόπουλο να παίρνει το σκαλπ των ψηλών της Μακάμπι, προκρίθηκε στον τελικό με την Κίντερ και, στο τέλος, πανηγύρισε με το τρόπαιο.

Ως εκ τούτου, η ομήγυρη μοιάζει βγαλμένη από μυθιστόρημα του Μάριο Πούτσο αλλά όλα έχουν και τα όριά τους: είναι σχεδόν παράνομο να φτάνει στον τελικό μία ομάδα που δεν έχει επτά παίκτες σε σχέση με πέρυσι, όταν και έφτασε στον τελικό των Ολυμπιακών του Λονδίνου, οκτώ, αν βάλεις τον Στέφαν Μάρκοβιτς που αποσύρθηκε αμέσως μετά τους Αγώνες. Και άντε, πες γίνεται. Πώς το κάνεις όταν ΔΕΝ έχεις στη διάθεσή σου τον Μίλος Τεόντοσιτς, τον Νίκολα Γιόκιτς, τον Νίκολα Κάλινιτς, τον Νεμάνια Μπιέλιτσα, τον Νεμάνια Νέντοβιτς, τον Μίροσλαβ Ραντούλιτσα και τον Μάρκο Σιμόνοβιτς; Αυτές οι επτά απουσίες είναι τόσο τρανταχτές που, αν δεν υπήρχαν, δεν θα έπαιζαν 7 παίκτες από αυτήν την ομάδα στη διοργάνωση. Ο Σάσα Τζόρτζεβιτς έστησε την ομάδα του πάνω στον Μπόγκνταν Μπογκντάνοβιτς, ωστόσο αυτό που καθορίζει ακόμα και τον τελευταίο ρολίστα μίας υγιούς εθνικής Σερβίας είναι το περίσσευμα αυτοπεποίθησης, αυτό που μοιάζει με άγνοια κινδύνου. Τα ξημερώματα της Δευτέρας ο Σαούλ Κανέλο Ροντρίγκες μπαίνει στο ρινγκ για να αντιμετωπίσειν τον Γκενάντι «GGG» Γκολόφκιν, ένας Μεξικανός απέναντι σε έναν Καζάκο είναι καλύτερο από το πιο συναρπαστικό επεισόδιο του «Breaking Bad» και όταν έγινε γνωστή η αναμέτρηση ο «Κανέλο» είχε δηλώσει, «ο φόβος έφυγε από μέσα μου μόλις γεννήθηκα». Ο Μιροσάβλιεβιτς, ο Μίτσιτς, όπως πάντοτε συμβαίνει με τους Γιουγκοσλάβους ρολίστες, δεν φαίνεται ότι νιώθουν φόβο. Και αν βγάλεις το ποσοστό αυτό, που απορρέει από την ευθύνη, ίσως η αλήθεια να έχει να κάνει με μία διαχειρίσιμη πραγματικότητα. Το 1998, με τις απουσίες που είχαν τότε για το Παγκόσμιο της Αθήνας, ο Φίλιππος Συρίγος είχε γράψει ένα κείμενο τότε «Φοβού τους Γιουγκοσλάβους και ας έρχονται με απουσίες», στην «Ελευθεροτυπία» και δικαιώθηκε μέχρι κεραίας. Με ή και χωρίς διαιτητική βοήθεια, έφυγαν με το χρυσό από μία διοργάνωση που έλειπαν οι Ντανίλοβιτς, Πάσπαλι, Σάβιτς, Ντίβατς και μόνο ο Τζόρτζεβιτς κρατούσε παρέα στο νέο ηγέτη της ομάδας, τον Ντέγιαν Μποντιρόγκα.

Ας μην υπάρχει αμφιβολία: η Σλοβενία είναι το φαβορί, ο Ντόντσιτς και o Ντράγκιτς έχουν χημεία επιπέδου ΜακΚόναχι και Χάρελσον στο «True Detective»,  αλλά όταν οι παίκτες δύο εθνικών ομάδων μιλούν την ίδια γλώσσα, είναι πόλεμος. Σίγουρα όχι κανονικός, διότι πρέπει να δαγκώνεσαι πού και πού με τις μεταφορές και τις παρομοιώσεις, αλλά μία εξομοίωσή του μέσα στο παρκέ.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Καμία δημοσίευση για προβολή