Υπαρχει μονο ενας Βλαντε

400

Όταν ο Βλάντε Ντίβατς πήγε στο ΝΒΑ, ήταν 21 έτους. Γεννημένος στο Πριγέπολιε, στις 3 Φεβρουαρίου του 1968, χρόνια πολλά Ντάντε, ήταν έτοιμος να πάει. Έπαιζε στην Ευρώπη για πολλά χρόνια, σχεδόν από τα 16 του ήταν στο διεθνή ανταγωνισμό και στα 18 του είχε κάνει εκείνη την απίστευτη γκάφα στον ημιτελικό του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος στη Μαδρίτη, το 1986, με τη Σοβιετική Ένωση, που έφερε το τρίποντο της ισοφάρισης από τον Βάλντις Βάλτερς, αν και οι Γιουγκοσλάβοι νικούσαν με 9 πόντους, λιγότερο από ένα λεπτό από τη λήξη της αναμέτρησης. Σε τέτοιο επίπεδο δεν είχε γίνει ξανά κάτι τέτοιο και μόνο όταν το μπάσκετ έγινε γρηγορότερο στας Ευρώπας, δηλαδή μετά την απαραίτητη θέσπιση του κανονισμού επίθεσης στα 30 δευτερόλεπτα, μπόρεσαν οι ομάδες με τα γερά αντανακλαστικά να ξυπνούν από το σχεδόν ληθαργικό ύπνο τους στη μεγαλύτερη διάρκεια ενός ματς και να σώζουν την παρτίδα. Αν εκείνη η ανατροπή των Σοβιετικών (σε μία εποχή που η ομάδα που δεχόταν το φάουλ που δεν γινόταν στο σουτ μπορούσε να διαλέξει ανάμεσα στη μία συν μία βολή και στην επαναφορά απ’ έξω) έγινε με τρία σουτ, οι ανατροπές της Εθνικής, φερ’ ειπείν, απέναντι στη Γαλλία το 2005 και στη Σλοβενία το 2007 αποτέλεσαν ωδή στην τακτική φιλοσοφία και τη σκακιστική διάθεση. Ήταν η αίσθηση πως ουδέν λάθος αποτελούσε «μαχαιριά στην καρδιά», το επιμύθιο μίας σπαρακτικής ήττας. Εκείνη η γκάφα, μία διπλή ντρίμπλα, με την μπάλα να του φεύγει από τα χέρια 12’’ πριν από τη λήξη του ημιτελικού, έφερε οδύνη. Όταν ο Βάλτερς ισοφάρισε με το τρίτο κατά σειρά τρίποντο και το σουτ-προσευχή του Ζέλιμιρ Ομπράντοβιτς έφυγε μακριά και με το παιχνίδι να οδηγείται, με σιγουριά πια, στο έξτρα πεντάλεπτο, ο Ντίβατς γονάτισε 3 μέτρα μακριά από τον πάγκο της Γιουγκοσλαβίας του μακαρίτη Κρέζιμιρ Τσόσιτς και κάλυψε το πρόσωπό του με τα χέρια του. Ο Ντράζεν Νταλιπάγκιτς τον πλησίασε και κάτι του είπε, πιθανώς κάτι παρηγορητικό χωρίς μεγάλη τρυφερότητα. Άλλες εποχές. Το παιχνίδι συνεχίστηκε, η Σοβιετική Ένωση νίκησε 91-90 (σκορ κανονικής διάρκειας 85-85) και έχασε το χρυσό μετάλλιο από τις ΗΠΑ των Ντέιβιντ Ρόμπινσον και Μάγκσι Μπογκς, με τον Βάλτερς να αστοχεί, εκείνη τη φορά, σε τρίποντο στη λήξη του παιχνιδιού.

Για πολλά χρόνια το παράδειγμα του Βάλτερς σε εκείνο το ματς στοιχειοθετούσε την αυτοπεποίθηση του σουτέρ. Η στατιστική της εποχής αναφέρει ότι είχε 0 στα 6 τρίποντα πριν το εύστοχο της ισοφάρισης στον τελικό με τους Γιουγκοσλάβους. Οι δημοσιογράφοι του μπάσκετ που ευτύχησαν να καλύψουν το σπορ στην πιο έντονη εποχή του, τη δεκαετία του ’90, πρέπει να θυμούνται ότι αυτό το παράδειγμα χρησιμοποίησε την άνοιξη του 1998 ο Ντούσαν Ίβκοβιτς, μετά το τρίποντο του Πρέντραγκ Στογιάκοβιτς στο ΣΕΦ, στον τρίτο ημιτελικό του πρωταθλήματος, με το οποίο ο ΠΑΟΚ προκρίθηκε στους τελικούς της Α1, το οποίο, όχι μόνο ήταν το πρώτο βήμα για να πάρει ο Παναθηναϊκός το πρωτάθλημα (με τις εκπληκτικές man to man άμυνες του Μπάιρον Σκοτ στον Πέτζα στους τρεις τελικούς του ΟΑΚΑ) αλλά, συνόψιζε και το θρύλο του Σέρβου στην Ελλάδα.

Ο Βλάντε έχει γενέθλια, λοιπόν. Στα 48 του είναι ρέκτης του σέρβικου αθλητισμού. Έχει κάνει διηπειρωτικά ταξίδια για χάρη του Νόβακ Τζόκοβιτς, ήταν στο Ρίο και παρακολούθησε ό,τι ήταν εφικτό, ήταν εκεί όταν η Σερβία κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο στο τουρνουά Γυναικών και ασφαλώς στην ανδρική ομάδα. Ο Ντίβατς, αντιπρόεδρος της ομοσπονδίας μπάσκετ της Σερβίας, είναι μία ασύλληπτη φυσιογνωμία.

16507095_10155905192043747_416089793_n

Εκείνη η εποχή και η λογική της ήταν που έφερνε τους Γιουγκοσλάβους σε πρωταγωνιστικό πλάνο. Οι Γιουγκοσλάβοι δεν έφευγαν από τη χώρα ή από την Ευρώπη για το ΝΒΑ αν, πρώτα, δεν είχε πήξει το μυαλό τους στα παρκέ, αν δεν έπαιρναν πρέζα από τον τοπικό ή το διεθνή ανταγωνισμό. Ο Ντίβατς είχε ήδη 5 χρόνια εμπειρία, ο Ντράζεν Πέτροβιτς κοντά στη δεκαετία, ο Τόνι Κούκοτς και ο Ντίνο Ράτζα ευτύχησαν, ως παιδιά-φαινόμενα, να προσελκύσουν τους Ιταλούς σε εποχή που στις σάλες της γείτονος έπεφτε… πολύ χρήμα. Όταν ο Ράτζα πήγε στη Ρώμη, έκανε συμφωνία που του απέφερε περισσότερα από όσα έπαιρνε ο Μαραντόνα στη Νάπολι κυριολεκτικά.

Οι Σέρβοι δεν έφευγαν ποτέ αν δεν ήταν σίγουροι ότι θα στέκονταν επί ίσοις όροις στο ψηλότερο σκαλί του ανταγωνισμού. Δεν τους άφηναν οι προπονητές τους, η φιλοσοφία τους, η οποία κρατούσε από τα χρόνια που ο Άτσα Νίκολιτς, πιονέρος της σκέψης ότι η δομή των αθλημάτων είναι σχεδόν ίδια, ταξίδεψε το 1964 στις ΗΠΑ και έστεψε φαβορί, πολύ πριν γίνει η πρωταθλήτρια ομάδα, το UCLA του Τζον Γούντεν, που έως τότε είχε μόνο αποτυχίες, σφίγγοντας τη γροθιά του και φωνάζοντας «team», που, περιττό αλλά, στα ελληνικά μεταφράζεται ως ομάδα. Οι παίκτες που κατά συρροή μετανάστευαν στις ΗΠΑ και το ΝΒΑ όταν, πια, η αγορά είχε αρχίσει να εκφυλίζεται, ήταν καταδικαστικοί για το σέρβικο μπάσκετ. Ένα κλασικό παράδειγμα ήταν του Ντάρκο Μίλιτσιτς, που «φύτρωσε» στα παρκέ της «Γηραιάς Ηπείρου» τη σεζόν 2002-03, φορώντας τη φανέλα της Χέμοφαρμ. Χωρίς να έχει ουσιαστική εμπειρία, ήταν ένας πολύ ικανός σέντερ, από τον οποίο πήρε ένα δείγμα και ο Άρης, όταν υποδέχθηκε τη σέρβικη ομάδα στο Αλεξάνδρειο, στον ημιτελικό του ULEB Cup. Η ομάδα του Βαγγέλη Αλεξανδρή είχε επικρατήσει, με σκορ 82-77, αλλά το να μη φύγει ο τότε 18χρονος Ντάρκο Μίλιτσιτς για το ΝΒΑ ήταν πιο σημαντικό από μία ήττα σε έναν ευρωπαϊκό ημιτελικό. Όλοι οι προπονητές, είτε προέρχονταν από τη σχολή του προφέσορος Άτσα είτε από εκείνη του Ράνκο Ζεράβιτσα, συμφωνούσαν ότι ήταν βιαστικό. Ο Μίλιτσιτς έγινε νούμερο 1 στο ντραφτ του 2003 (το οποίο είχε ΛεΜπρόν Τζέιμς, Ντουέιν Γουέιντ και Καρμέλο Άντονι, σε μία από τις πιο γλαφυρές, πολύ κοντινή σε μαύρη κωμωδία, στιγμές όλων των εποχών) και δεν πέρασε καν δεκαετία για να παρατήσει το μπάσκετ και να το γυρίσει στο κικ μπόξινγκ, το οποίο ήταν ό,τι έπρεπε για τον ίδιο και το νευρικό σύστημά του, το οποίο περισσότερο από συχνά, μέσα και έξω από τα γήπεδα, τέντωνε σαν ακορντεόν που έπαιζε το «Immigrant Song». Πρόλαβε, πάντως, αυτός και οι όμοιοί του, όπως ήταν ο Βλαντιμίρ Ραντμάνοβιτς και ο Σάσα Βούγιατσιτς, αλλά και παιδιά που με το κατάλληλο περιβάλλον είχαν επιρροή στους πειρασμούς, όπως ο Ιγκόρ Ρακότσεβιτς (τρίδιπλη έξτρα κατηγορία με μπόνους ατέρμονη ματαιοδοξία και παράλογη αυτοπεποίθηση), ο Μάρκο Γιάριτς και ο Μίλαν Γκούροβιτς να καταστρέψουν το οικοδόμημα χρόνων.

16507689_10155905191688747_164351973_n

Το Ευρωμπάσκετ του 2005 ήταν για τους Σέρβους η Λυδία λίθος: Η προειδοποίηση ότι έπρεπε να φτιάξουν ξανά την ομάδα από την αρχή. Ήταν η αρχή του τέλους των NBAers που έφευγαν όποτε γούσταραν. Ακόμα και αν η χώρα ήταν φτωχή και εγκαταλελειμμένη, οι αποχρώσεις των μαθημάτων που εφάπτονταν με την πραγματικότητα έπρεπε να παραμείνουν. Το ταλέντο, ούτως ή άλλως, ήταν πάντα ήσσονος σημασίας για τους Σέρβους, οι οποίοι έτυχε να έχουν μία φουρνιά, στα τέλη της δεκαετίας του ’80, γεμάτη ταλέντο: Ήταν, όμως, γεμάτοι από παίκτες που η ισχυρή προσωπικότητα δεν έβαζε βουλοκέρι στα αυτιά. Τα παιδιά βγήκαν: Μόνο ο Μίλος Τεόντοσιτς είχε το εξωφρενικό ταλέντο που θύμιζε τους παλιούς. Οι υπόλοιποι ήταν σαν Zastava μπροστά σε αμάξια νέας τεχνολογίας, αλλά αυτό δεν τους εμπόδιζε να νικάνε σε αρκετές περιστάσεις. Το 2009 έφτασαν στον τελικό του Ευρωμπάσκετ, το 2010 τους «έκλεψαν» την πρόκριση στον τελικό του Μουντομπάσκετ, με τη γραμμή που ξεκάθαρα πάτησε ο Κερέμ Τουντσερί, στη φάση του καλαθιού της τούρκικης νίκης. Και τώρα, με άλλα παιδιά πρώτης γραμμής, επιστρέφουν. Οι νεαροί, προεξάρχοντος του υπέροχου Νίκολα Γιόκιτς, είναι λίγο καλύτεροι από τους προηγούμενους. Και η Σερβία παίζει αυτό το ομαδικό μπάσκετ που ανάγκαζε τους Αμερικάνους να γράφουν για αυτή στα τέλη της δεκαετίας του ’80.

Ο Βλάντε στο ΝΒΑ έκανε πλούσια καριέρα. Έπαιξε σε τελικούς τη δεύτερη χρονιά του, έπαιξε σε εκείνη τη μυθική σειρά των τελικών της Δύσης το 2002, όταν, τηρουμένων των αναλογιών, μπορούσε να κρατήσει τον Σακίλ Ο’ Νιλ. Συμμετείχε μέχρι και σε επεισόδιο στο «Παντρεμένοι με παιδιά», που στην ultra cool προσωπικότητά του (στην κατηγορία Άνθρωποι του Αθλητισμού που θα Ήθελες να Περάσετε Ολονυχτία σε Ταβέρνα είναι στην πρώτη θέση, με δεύτερο τον Γιούργκεν Κλοπ) προσθέτει 32 πόντους στο Coolness Tendex. Σημαντικό είναι, επίσης, ότι έχει διαδόχους.

16468766_10155905191738747_1001357550_n

Ο Γιόκιτς, που είχε ήδη μία τριετία με τη ΜέγκαΛεκς στη σέρβικη και την Αδριατική λίγκα πριν πάει στους Ντένβερ Νάγκετς, οιστρηλατείται από τη δεινότητα του σπουδαίου πασέρ Βλάντε, αν και περισσότερο φέρνει στον Αρβίντας Σαμπόνις, επειδή τα άκρα του είναι τόσο μακριά και μπορεί να πασάρει ακόμα και με τεντωμένο το χέρι, λυγίζοντας τον καρπό του. Επίσης, η περυσινή χρονιά έδειξε κάτι ξεκάθαρα: Το θαυμασμό του Άντριου Μπόγκουτ στον Ντίβατς. Σε περισσότερα από ένα plays ο Αυστραλός «έτρεχε» τις επιθέσεις των Γουόριορς από την περιφέρεια, με τις όμορφες σκαστές πάσες του να αξιοποιούνται, αφού τα διαδοχικά κοψίματα κάποιον θα άφηναν ελεύθερο στο καλάθι. Υπάρχει βίντεο που αφορά συγκεκριμένα στη συνεργασία Μπόγκουτ-Κάρι την τελευταία διετία, το οποίο αξίζει να τσεκάρει κάποιος που θα ήθελε να δει κάτι όμορφο για 8 λεπτά. Ο Μπόγκουτ, μάλιστα, φορούσε τη φανέλα με το νούμερο 12, που είναι το ένα αγαπημένο νούμερο του Ντίβατς, με το οποίο έπαιζε στην Παρτίζαν, στους Λος Άντζελες Λέικερς, στους Σάρλοτς Χόρνετς και στην εθνική Γιουγκοσλαβίας μετά τον εμφύλιο, ενώ τώρα, στους Μάβερικς, φοράει το 6, που ο Ντάντε φορούσε τα πρώιμα χρόνια του στην εθνική Γιουγκοσλαβίας.

Βεβαίως, Ντίβατς είναι μόνο ένας. Και Ντίβατς ετών 49, μόνο ένας του ενός. Ο μόνος αθλητής στην ιστορία που διέψευσε δημοσιεύματα που τον ήθελαν να κόβει το κάπνισμα μπορούσε να κατεβάσει την μπάλα, ήξερε ακριβώς πού ήταν και στις περισσότερες περιστάσεις ήξερε τι να κάνει. Ήταν χαρά να βλέπεις το μυαλό του να δουλεύει, τι θα σκαρφιζόταν, πιο πονηρό τρικ θα χρησιμοποιούσε για να εκμαιεύσει οποιοδήποτε σφύριγμα. Ήταν η πονηρή αλεπού, αλλά και ένας σέντερ που, όπως ακόμα κάποιοι παίκτες από εκείνη την τρομερή ομάδα των «πλάβι» στα τέλη της δεκαετίας του ’80, έδειξαν προς τα πού πάει το μπάσκετ σχεδόν 30 χρόνια πριν την τωρινή κατάστασή του, με κορωνίδα, φυσικά, τον κατά τη γνώμη μου κορυφαίο Ευρωπαίο μπασκετμπολίστα όλων των εποχών, τον Τόνι Κούκοτς.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Καμία δημοσίευση για προβολή