Το λανθασμενο κριτηριο του κοσμου

346

Η Μονακό τη φετινή σεζόν είναι ένδειξη ότι είναι τουλάχιστον επικίνδυνες οι ταμπέλες στους ανθρώπους, ειδικά στο επαγγελματικό κομμάτι. Παραδείγματος χάρη, ένας παντρεμένος άντρας που… κάνει κεφάλι στη σύζυγό του επειδή δεν μαγειρεύει όπως η μάνα της: Το πιθανότερο είναι ότι το αίσθημα έχει ατονήσει, αν υπήρχε ποτέ. Σε μία άλλη περίπτωση, ίσως και να γινόταν το αίσθημα να είχε κρατήσει την έντασή του. Αν, παραδείγματος χάρη, υπήρχε μία άλλη γυναίκα που να ταίριαζαν μέσα από την αλληλουχία των παραλογισμών της ζωής, ή αναγκάζονταν με την ίδια γυναίκα να προσαρμοστούν στις ίδιες συνθήκες. Αυτό που συμβαίνει ονομάζεται κόστος ευκαιρίας.

Το κόστος ευκαιρίας πάει ως εξής: Είσαι κάπου, θα μπορούσες να είσαι κάπου αλλού και να ζεις την time of your life, που χόρευε και ο Πάτρικ Σουέιζι. Το ίδιο πρέπει να ισχύει και για το ίδιο το «κάπου»: Είναι το μέρος που σε χάνει και που παύει να υπάρχει.

Στην περίπτωση του Λεονάρντο Ζαρντίμ το κόστος ευκαιρίας ήταν υπαρκτό. Ας οροθετηθεί ο κανών ως εξής: Είναι πολύ δύσκολο να φύγει προπονητής από ελληνική ομάδα χωρίς να τον διώξει. Στη ζυγαριά μπαίνουν τα εξής: πρώτα, οι παρούσες συνθήκες. Μπορεί οι ελληνικές ομάδες συνήθως να μην αντανακλούν στις φιλοδοξίες που έχει ένας προπονητής ο οποίος θεωρεί ότι γνωρίζει το αντικείμενό του περισσότερο, ή τουλάχιστον το ίδιο με τους υπόλοιπους, αλλά είναι ένα εργατικό περιβάλλον που, με γερή δόση παράνοιας, του αρέσει. Είναι εκείνη η αίσθηση της φιλοξενίας, που οι Έλληνες χρησιμοποιούν ως one night stand και σε μία, Μεγάλη για τον προπονητή, εβδομάδα, χάνει την ισχύ της. Είναι το κλίμα, οι ώρες έξω από το προπονητικό, ουσιαστικά το πώς νιώθεις. Στο τέλος σκέφτεται, «καλά είμαι εδώ». Είναι, ουσιαστικά, η ζυγαριά. Οι στόχοι, η πίεση στο υψηλό επίπεδο, που θεωρεί ότι θα έπρεπε να δουλεύει, σε κόντρα με την αβεβαιότητα αλλά μία ντουζίνα από υπέροχες στιγμές.

Είναι σημαντικό να πει κάποιος ότι από όλους τους προπονητές που μπορεί να θυμόμαστε και χωρίς να χρειαστεί να ψαχουλευτούν περαιτέρω λεπτομέρειες, ο τελευταίος που ήθελε να φύγει από ελληνική ομάδα –και που αυτό συνέβη επειδή έπρεπε και έως τώρα αποδεικνύεται, μια και έχει παραμείνει στον πάγκο της ίδιας ομάδας όλα τα χρόνια μετά το 2012, όταν και αναχώρησε από τον Ολυμπιακό- ήταν ο Ερνέστο Βαλβέρδε. Και, άρα, με βάση τη στατιστική, η οποία βασίζεται στο εύθραυστο υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένοι οι προπονητές και από το γεγονός ότι οι ελληνικές ομάδες έχουν τη δυνατότητα να κρατήσουν για καιρό όποιον προπονητή θέλουν, αν όντως έχουν αυτήν την επιθυμία, ο Λεονάρντο Ζαρντίμ θα ήταν ακόμα προπονητής του Ολυμπιακού.

Τώρα, το θέμα, βέβαια, πρέπει να είναι ότι δεν έχασε η βενετιά βελόνι στο «Etihad», μια και η Μάντσεστερ Σίτι νίκησε 5-3 και μάλλον θα προκριθεί στους προημιτελικούς. Δηλαδή, αν κάποιος στο ημίχρονο είχε στήσει μία επιχειρηματολογία για την ποιότητα του Ζαρντίμ και στο τέλος δεν μπορούσε να βασιστεί πάνω της, το λάθος θα το είχε ο ίδιος. Θα έχανε την ουσία, διότι θα κοιτούσε το αποτέλεσμα και όχι την απάντηση στο ερώτημα: «Βιάστηκε ο Ολυμπιακός που έδιωξε τον Ζαρντίμ τον Ιανουάριο του 2013;». Φυσικά και βιάστηκε.

Η απάντηση δεν έχει να κάνει με το αν η Μονακό απεμπόλησε προβάδισμα και δέχθηκε τρία γκολ προς το τέλος του παιχνιδιού με τη Σίτι. Δεν έχει να κάνει με το αν το δεύτερο ματς τελειώσει 1-4. Το ισοδύναμο οποιασδήποτε ομάδας από τη Ligue 1 παίζει ποδόσφαιρο- Formula 1 μέσα στην Αγγλία και μπορεί να κρατήσει το οποίο προβάδισμα και το ρυθμό ως το τέλος είναι σαν να ζεις σε ένα κόσμο που η Αρίθα Φράνκλιν ανοίγει τη συναυλία της Ίγκι Αζαλέα. Δεν μπορεί να συμβεί, όταν εσύ δίνεις 2 ματς τέτοιας ταχύτητας και έκρηξης όλο το χρόνο στο πρωτάθλημά σου και ο αντίπαλός σου 30. Είναι αυτονόητο ότι, αν σε κάτι υπερέχει η Premier League, η έδρα κάθε αγγλικής ομάδας που βγαίνει στην Ευρώπη και τίθεται αντιμέτωπη με σύνολο που αρέσκεται να κάνει παιχνίδι, μπορεί να γίνει φρούριο και να μετατραπεί, προϊόντος του χρόνου, σε βασανιστήριο. Το σκορ, τότε, προκύπτει από μία σειρά παραγόντων (ένα χαμένο πέναλτι και ένα παιδαριώδες λάθος, στην προκειμένη), αλλά ο παρονομαστής δεν αλλάζει. Το «Etihad», το «Γουάιτ Χαρτ Λέιν», το «Έλαντ Ρόουντ» κάποτε, το «Στάμφορντ Μπριτζ», το «Emirates», αυτονόητα το «Ολντ Τράφορντ» και το «Άνφιλντ» είναι, για τις ομάδες που αποτελούν έδρα τους, ό,τι η λονδρέζικη νύχτα για την Κέιτ Μος: σαρξ εκ σαρκός τους. Δεν έχει διπλώσει χρόνος από τότε που η Ντόρτμουντ έπαιζε βατζιγτζέλοβατζιγτζό στο «Άνφιλντ» και έπεσε θύμα μίας μνημειώδους ανατροπής και ενός αφόρητα οδυνηρού αποκλεισμού.

Ο Ολυμπιακός έδιωξε τον Ζαρντίμ επειδή η ομάδα έπαιζε αμυντικό ποδόσφαιρο. Ο Πορτογάλος βρήκε δουλειά στη Μονακό του μεγιστάνα Ριμπολόβλεφ, με την οποία επίσης έπαιξε αμυντικό ποδόσφαιρο. Ο λόγος που συνέβαινε αυτό και στις δύο περιπτώσεις ήταν ότι δεν είχε τους παίκτες και τον περίγυρο για να παίξει επιθετικό ποδόσφαιρο. Δεν ήταν ότι ο Ζαρντίμ ήταν αμυντικός προπονητής.

16976578_10155978098358747_284990975_n

Η ένδειξη ότι ήταν αμυντικός προπονητής ήταν απλώς μία απάτη: το επιθετικό όραμά του υπήρχε, όπως υπάρχει σε όλους όσοι αγάπησαν το άθλημα με την ανυστεροβουλία και την παράνοια που τους οδήγησε να ασχοληθούν σε αυτό. Στην περίπτωσή του, το πρόβλημα έγκειτο στο γεγονός ότι έπρεπε να τον στηρίξουν, ακριβώς όπως στηρίζουν τον Πάουλο Μπέντο, ο οποίος, βάζοντας τον Ανδρούτσο να παίζει, παίρνει από τον Ανδρούτσο ό,τι έφερε το δεύτερο «ερυθρόλευκο» γκολ στην Άγκυρα. Ο Ζαρντίμ ίσως να το ζητούσε το 2012: Ο Ολυμπιακός είχε προκριθεί στους «32» του Europa League ως τρίτος από τους ομίλους του Champions League -και αφού είχε νικήσει μέσα έξω τη Μονπελιέ και μέσα την Άρσεναλ- ήταν άνετα πρώτος στο πρωτάθλημα και στις 19 Ιανουαρίου του 2013, που τον έδιωξαν, δεν υπήρχε καν κακό αποτέλεσμα. Ο Πορτογάλος, που ήταν μία εκπληκτική περίπτωση ως εικόνα στον πάγκο της ομάδας, αφού έμοιαζε λες και ήταν ένα διαρκές μοντάζ και σου έδινε την αίσθηση ότι δεν ασχολούνταν με την καθημερινότητα και ακόμα και ο πανηγυρισμός του, ένα εντυπωσιακό, εκρηκτικό, άπερκατ, έμοιαζε αντιθετικός στο όλο προφίλ, χρειαζόταν μόνο λίγη υπομονή. Τη βρήκε σε ένα περιβάλλον ακατάλληλο και για αυτό κατάλληλο: Η καλαισθησία του Μόντε Κάρλο και το γεγονός ότι κάποτε σε αυτό διέμενε ως πριγκίπισσα μία από τις πιο όμορφες γυναίκες, σε σημείο προσωρινής ασφυξίας, όλων των εποχών, η υ-πέ-ρο-χη Γκρέις Κέλι δεν συνεπάγονταν αληθινό ενδιαφέρον για το ποδόσφαιρο. Όταν η ομάδα ενός κρατιδίου, που η πλειοψηφία των κατοίκων του έχει έξι μηδενικά στο λογαριασμό της στην τράπεζα, πέφτει στη Β’ Εθνική, πάει να πει ότι η τοπική κοινωνία δεν ενδιαφέρεται πραγματικά. Ο Ριμπολόβλεφ, ένας από τους Ρώσους κροίσους που συμπληρώνει το παζλ γύρω από τον Βλαντιμίρ Πούτιν, αποφάσισε να συνδυάσει μπίζνες και τουρισμό, το νερό μπήκε στ’ αυλάκι.

Ο Ζαρντίμ ανέλαβε τη Μονακό το 2014 και… δεν βλεπόταν. Όταν τελείωνε ο χειμώνας, όμως, έριξε μία ξεγυριστή σφαλιάρα στην Άρσεναλ. Ήταν το ματς, στο Λονδίνο, που έπεισε τον Τσόλο Σιμεόνε ότι ο Φερέιρα Καράσκο θα ήταν τέλειος για την Ατλέτικό του. Και αυτή ήταν μόνο μία μεταγραφή. Η Μονακό πουλάει και αγοράζει χωρίς να γίνεται νεοπλουτοκρατικά εκνευριστική. Κυρίως, βγάζει. Νεαρούς. Που βρίσκουν το τέλειο πεδίο για να σιγουρέψουν ότι θα πάρουν μεταγραφή μετά. Ένα σύστημα που έχει ήδη λειτουργήσει. Και ο Ζαρντίμ, με τα άτια γύρω από τον Ρανταμέλ Φαλκάο, ανέστησε τον Κολομβιανό. Η Μονακό είναι απολαυστική όλο το χρόνο. Στη Ligue 1 έχει 76 γκολ σε 26 ματς, 2,92 ανά μέσο όρο. Έχει, μόνο μία φορά, μείνει στο 0, στη συντριβή από το Νις στη Νίκαια. Έχει βάλει ένα γκολ ακριβώς όσες φορές έχει βάλει 3. Με τον προπονητή τον αμυντικογενή, το στείρο, εκείνον που του λείπει η φαντασία.

Αυτό που έχει σημασία είναι ότι το «προφίλ» κάποιου μπορεί απλώς να αποτελεί μία δικαιολογία, που να έχει να κάνει με τις συνθήκες του περιβάλλοντός του. Είμαι σχεδόν βέβαιος ότι ο Μπόζα Μάλκοβιτς έχει το κρυφό παράπονο ότι γύρισε όλη την Ευρώπη και Τόνι Κούκοτς και Ντίνο Ράτζα δεν βρήκε ξανά. Όταν έφτιαξε τη Γιουγκοπλάστικα -διότι είναι απλώς ηλίθιο να θεωρεί κάποιος ότι οι σπουδαίοι παίκτες του γιουγκοσλαβικού μπάσκετ έγιναν αυτόφωτα σπουδαίοι, χωρίς να τους πλάσει, να τους σμιλέψει κάποιος- το μπάσκετ της ήταν η επιτομή στην ψυχαγωγία. Ο Μπόζα με τη ζακέτα καμάρωνε. Μετά τον «χρυσοπλήρωσε» η Λιμόζ. Πήγε, γιατί του έδωσαν λεφτά. Και νίκησε, γιατί αυτό θέλεις να κάνεις στη ζωή σου. Γιουγκοπλάστικα, πάντως, δεν ξαναβρήκε (και εδώ που τα λέμε, λίγοι είναι τόσο τυχεροί ώστε να έχουν αξιοποιήσει την πρώτη ευκαιρία τους και να τους δοθεί δεύτερη, τόσο εύφορη). Τα ηθικά και αξιακά όρια που καλείσαι να περάσεις είναι απλώς μία ψευδαίσθηση. Και οι περισσότεροι δεν το τολμάνε επειδή φοβούνται. Για αυτό τα έχουν θέσει άλλωστε.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Καμία δημοσίευση για προβολή