Το δάκρυ που πέφτει

170

Ένα καλάθι του Σι Τζέι ΜακΚόλουμ στο παιχνίδι των Γουόριορς με τους Μπλέιζερς αναδεικνύει την αισθητική στην αθλητική δημοσιογραφία

 

 

Σε αντίθεση με ό,τι αρκετοί άνθρωποι θεωρούν, η αθλητική δημοσιογραφία, ειδικά στην Ελλάδα, δεν είναι παρά ένα συνονθύλευμα από παιδιά που προέρχονται από διαφορετικούς τόπους. Ας αποκληθεί «μείγμα», διότι η λέξη «συνονθύλευμα» ακούγεται όντως πολύ διαφορετική. Στις τάξεις της δημοσιογραφίας, το «αθλητικό» είναι ένα πολύ διαφορετικό κομμάτι, το οποίο δεν τιμάται δεόντως παρά το γεγονός ότι η ενασχόληση με αυτό σου προσφέρει την ευκαιρία να αποκτήσεις γνώση για διαφορετικούς τομείς, η οποία είναι στο χέρι σου να γίνει βαθιά.

Από τη γεωγραφία έως την πολιτική ιστορία και από τα δικαστικά έως το πολεμικό και το αστυνομικό ρεπορτάζ, δεν υπάρχει κάτι που να μη συναντάς στο δρόμο σου ως αθλητικός συντάκτης. Για να δοθεί ένα παράδειγμα, οι αθλητικοί συντάκτες ήταν οι πρώτοι που επισημοποίησαν το εμπάργκο της Σλοβενίας στη Γιουγκοσλαβία, την απαρχή του εμφύλιου πολέμου, που θα οδηγούσε στην πείνα και θα ήταν το πρώτο μέρος μίας χώρας που φοράει μάσκα οξυγόνου ακόμα, στις 25 Ιουνίου του 1991, όταν ο Γιούρι Ζντοβτς έφυγε από τη Ρώμη, αποχαιρετώντας τον συγκάτοικό του στο ξενοδοχείο όπου οι «πλάβι» διέμεναν, Ζάρκο Πάσπαλι, ο οποίος έκλαιγε με λυγμούς.

Στο ίδιο κομμάτι ανάγεται και η ποιητικότητα της γλώσσας, οι λέξεις που κάνουν μία περιγραφή ξεχωριστή προς χάρη του αναγνώστη, του ακροατή και του θεατή. Οι φανατικοί του μπέιζμπολ στις ΗΠΑ, παραδείγματος χάρη, έχουν μαζί με το Ευαγγέλιο (η υπερβολή ταιριάζει με τη λεκτική περιγραφή), την περιγραφή του Βιν Σκάλι στο έκτο παιχνίδι των World Series μεταξύ των Red Sox της Βοστόνης και των Mets της Νέας Υόρκης, όταν το μπαλάκι πέρασε κάτω από τα πόδια του Μπιλ Μπάκνερ, παίκτη της πρώτης βάσης των πρώτων και ο Σκάλι είπε, «it gets through Buckner», που σημαίνει «πέρασε μέσα από τον Μπάκνερ». Μία τόσο απλή σκέψη έχει καταστεί ως μία από τις πιο συναρπαστικές περιγραφές στην ιστορία των μεταδόσεων των σπορ στις ΗΠΑ. Υπάρχει λόγος: μία τέτοια μετάδοση δείχνει κάτι που είναι εξώκοσμο, κάτι που συνέβη με έναν τρόπο μεταφυσικό. Το μπαλάκι δεν πέρασε κάτω από τα πόδια του Μπάκνερ, πέρασε μέσα του. Πάει να πει, ήταν γραφτό να γίνει. Ένα σκίρτημα της μοίρας.

Για κάθε Μπόρχες, που αντιπαθεί μέχρι σιχασιάς το ποδόσφαιρο και τα παρελκόμενά του, υπάρχει ένας Γκαλεάνο, που περιγράφει πώς αισθάνεται όταν βλέπει μία σπουδαία ντρίμπλα, όταν μαθαίνει ότι το Μουντιάλ του 2022 θα γίνει στο Κατάρ. Υπάρχει ένας Καμί που είναι τερματοφύλακας και μιλάει φλογερά για την μπάλα και η αρθογραφία: ο Τζο Ποσνάνσκι, που θυμάται τους νεκρούς, ο Μπιλ Σίμονς, που σκαρώνει κάθε είδους τρικ μέσα από τη σύγχρονη αργκό, η Λουίζα Τόμας, που όταν γράφει για τένις σε βάζει στον κόσμο της Βιρτζίνια Γουλφ, ο Βασίλης Σκουντής, που μεταφέρει μέσα σε ένα κείμενο ιστορικά συμβάντα, γενεαλογικά δέντρα, επαγγέλματα, ακόμα και την προσωπική αίσθηση (το «γελώ τώρα που το γράφω» δίνει στον αναγνώστη την εικόνα του γραφιά που γελά ενώ πληκτρολογεί), ο Αλέξης Σπυρόπουλος, που χρησιμοποιεί κάποια ανεξιχνίαστη μέθοδο πειθούς, ανακατεύοντας άσχετα μεταξύ τους γεγονότα για να φθάσει σε ένα ισχυρό συμπέρασμα. Οι μπίτνικς, οι ρομαντικοί, οι καταραμένοι.

Για τις άνωθεν αναφορές η ομορφιά των λέξεων -όχι της καλλιέπειας απαραιτήτως, αλλά λέξεων που χρησιμοποιούνται και μαζί ταιριάζουν για μία όμορφη γκραβούρα- παίζει τον πιο σημαντικό ρόλο. Ή, ακόμα, ο ήχος ενός γεμάτου σταδίου, ο Βιν Σκάλι για πάνω από 60 χρόνια άφηνε, στις μεγάλες αθλητικές στιγμές, να ακούγεται ο βρηχυθμός των θεατών πριν πιάσει ξανά το μικρόφωνο.

14813057_10155505690018747_366180977_o

Σύμφωνα με τον Τζιάνι Ροντάρι (και τον υπογράφοντα, που συμφωνεί), ακόμα και το λάθος στον προφορικό λόγο μπορεί να υπαχθεί στο σύνδρομο της «πεταλούδας». Όμως μία ωραία παρομοίωση, αν και δεν καθιστά εκείνον που την κάνει επιτυχημένο ή διάσημο, μπορεί να κάνει τον κόσμο ωραιότερο. Όπως αυτή που έκανε ο δημοσιογράφος που περιέγραψε το παιχνίδι της preseason μεταξύ των Γουόριορς και των Μπλέιζερς στο Όκλαντ, μετά από ένα καλάθι του Σι Τζέι ΜακΚόλουμ.

Ο γκαρντ του Πόρτλαντ, από τους αθλητές από το δεύτερο ράφι του ΝΒΑ, έχει αυτό που λέμε κιναισθητική αντίληψη. Ξέρει, δηλαδή, σε τι χρησιμεύει το σώμα του και, ταυτοχρόνως, αναγνωρίζει τον χρόνο που απομένει και το χώρο στον οποίο βρίσκεται. Όταν παίκτες σαν τον ΜακΚόλουμ κρατούν την μπάλα και είναι έτοιμοι για την προσπάθεια με λίγα δευτερόλεπτα να απομένουν στο ρολόι για την επίθεση, είναι μία όμορφη μπασκετική στιγμή: θα προλάβουν το χρονόμετρο χωρίς να χαλάσουν το δαντελένιο στυλ τους, κάνοντάς σε να πιστεύεις ότι αυτό έγινε κατά τύχη. Και όταν συμβαίνει επαναλαμβανόμενα, μπορείς να κατανοήσεις τη διαφορετική αντίληψη που οι άνθρωποι έχουν με το χρόνο. Ο ΜακΚόλουμ θα κάνει την κομψή προσπάθειά του χωρίς, φαινομενικά, να αλλάξει κάτι από αυτό που θα έκανε αν ήταν το ρολόι στα 12 δευτερόλεπτα, παραδείγματος χάρη. Η συναίσθηση ότι ο χρόνος τελειώνει δεν κάνει βιαστικές τις κινήσεις του: είναι μία ένδειξη ότι η κίνηση μπορεί να παραμείνει η ίδια, χωρίς να απορροφηθεί από το άγχος της βιασύνης οδηγώντας σε ανεξέλεγκτους σπασμούς, για να γινει απλώς η δουλειά. Στο συγκεκριμένο καλάθι που πέτυχε δεν υπήρχε θέμα χρόνου, ήταν είσοδος στη ρακέτα με ένα δισταγμό ντρίμπλας και ένα φλόουτερ μετά από τζαμπ στοπ.

«Φλόουτερ» είναι το σουτ που μοιάζει με χουκ σε ευθεία, οι Ισπανοί το αποκαλούν «μπομπίτα» και το μυαλό όλων πάει κατευθείαν στον Χουάν Κάρλος Ναβάρο. Σε αυτήν την περίπτωση, ωστόσο, ο άνθρωπος με τα ακουστικά-μικρόφωνο στο αυτί και το στόμα δεν χρησιμοποίησε την μπασκετική ορολογία: το είπε «tear drop». Δηλαδή, «δάκρυ που πέφτει».

Ναι ρε φίλε.

Είναι ένα σκέτο δάκρυ, μία υδάτινη φούσκα στην άκρη του ματιού, που δημιουργείται και πέφτει σιγά σιγά, κρατώντας επαφή με το δέρμα. Η μπάλα διασχίζει τον αέρα με νωθρότητα, η οποία ασφαλώς προκύπτει από το χέρι. Αν ο αντίπαλος σηκωθεί να την κόψει, θα επιδοθεί σε ένα μάταιο παιχνίδι που θα δώσει ακόμα περισσότερη έμφαση στη φάση, σε κάτι που δεν καταφέρνεις να πιάσεις αν και είναι δίπλα σου. Τα ακροδάχτυλα θα σημαδέψουν τον αέρα ενώ η μπάλα θα είναι ακριβώς από πάνω τους. Το δάκρυ θα συνεχίσει να έχει επαφή με το δέρμα, σαν να μη θέλει να το αποχωριστεί. Το μόνο ξάφνιασμα το φέρνει η βαρύτητα: όταν το δάκρυ αποκολληθεί και πέσει με μεγάλη ταχύτητα στο έδαφος, όταν η μπάλα βρει το διχτάκι, το οποίο επίσης θα την απορροφήσει με ταχύτητα.

Ήταν τέλειο: tear drop. Δυστυχώς, αν το πει κάποιος σε μία μετάδοση, μάλλον θα γίνει viral στα social media, και όχι για καλό σκοπό.

Είναι περισσότερες από σπάνιες οι περιπτώσεις που σε μία μετάδοση Έλληνα δημοσιογράφου αποδεικνύεται ότι η αθλητική ποίηση δεν είναι για όλους, με το θεατή να γίνεται, παράλογα (μια και είναι ο ελεύθερος χρόνος του, η δική του αγωνία, το δικό του συνολικό δράμα που βασίζεται στη συγκίνηση, μία απάτη, οπότε υποθετικά θα ήθελε να βρίσκεται μπροστά σε μία γοητευτική παρομοίωση) είρων και κακοπροαίρετος κριτής.

Κι ενώ ο Γκαλεάνο θα χειροκροτούσε και ο Μάρκες θα το σημείωνε στο τεφτέρι, ο Βάγγος από τα Ιλίσια θα χτυπούσε το μέτωπό του και θα αναφωνούσε, «τι λέει ο μαλάκας;».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Καμία δημοσίευση για προβολή