Περι ΓΤΧ

1305

Στο Βέλγιο η ελληνικότητα χτύπησε κόκκινο. Είναι εκείνες οι σκηνές χάους που διαδραματίστηκαν στις καθυστερήσεις του ματς. Είναι ο θεός Τζαβέλλας, που απλώς τη φύλαγε, ρε φίλε, σε εκείνη την αντιπαθούκλα τον Μέρτενς και μόλις τον βρήκε μπόσικο, σε μία διεκδίκηση της μπάλας, ήθελε πραγματικά να τον χτυπήσει. Διότι ο Τζάβι δεν ξεχνά. Ο Τζάβι έχει αφήσει τα γένια για να θυμάται όποιον κοντοπούτανο τον έχει πειράξει. Είναι η αφέλεια του Ταχτσίδη. Είναι τα γιουρούσια, τα διώξε όσο πιο μακριά μπορείς του Σταφυλίδη, είναι, φυσικά, η κίτρινη κάρτα του Σάμαρη, της κολόνας, που όταν ο Βενκότερεν (Βεντόνγκεν) βρέθηκε στο έδαφος από δήθεν χτύπημα στο κεφάλι, το στόμα του στο κατακόκκινο πρόσωπό του τεντώθηκε, με τρόπο που θα μπορούσε να δημιουργήσει σκιά από το πρόσωπο σαρκαστή κλόουν στην τουαλέτα του βασιλιά Μποντουέν. Πριν, έχει χάσει ο Μανωλάς την μπάλα από υπερβολική αυτοπεποίθηση και ο Σάμαρης αναγκάζεται να κάνει ένα φάουλ έξω από την περιοχή, διότι η ελληνική άμυνα έχει χάσει τις θέσεις της. Και έτσι όπως είναι στο τείχος, γνωρίζοντας ότι δεν θα παίξει στο ματς με τη Βοσνία έξω στις 9 Ιουνίου, μιλάει στον Μανωλά και του λέει «ΓΤΧ μου». Παρά το γεγονός ότι το πόρταλ είναι ανοιχτό, καλό είναι, ακόμα και στα εισαγωγικά, να μην τα γράφουμε όλα.

Η Ελλάδα, ως χώρα, δηλαδή συνολικά, θέλω να πω ο καθένας όταν μιλάει για αυτό που νιώθει μιλάει για την Ελλάδα, τα θεία τα σέβεται υπερβολικά. Αλλά ούτε αυτά γλιτώνουν. Η τελευταία φορά που χρησιμοποίησα αυτή τη φράση ήταν όταν κόρναρα σε ένα φανάρι ενός στενού για κάποιον υπερβολικά αφηρημένο μπροστά, που ενώ είχε ανάψει το πράσινο δεν έλεγε να κουνηθεί, ίσως γιατί περίμενε να του κορνάρουν. Στο ποδόσφαιρο, βλέποντας τον Τζαβέλλα να χρησιμοποιεί τον καλό Χριστούλη ως έμφαση για αυτό που ήθελε να δηλώσει, με έπιασαν τα γέλια και ήμουν σε εξωτερικό χώρο, αλλά ποτέ δεν υπολογίζεις ότι η Εθνική θα είναι τόσο Ελλάδα, τόσο από την κορφή ως τα νύχια νησιά και ουρές σε δημόσιες υπηρεσίες και ματαιοδοξία και ανθρωπισμό, μπρίο, σκέρτσο, ψωροκωσταινισμό, αλεγκρία και ταμπεραμέντο που από τη θέωση φτάνει στη διάλυση πιο γρήγορα από όσο επιταχύνει ο Γιουσέιν Μπολτ από τα 50 μέτρα και έπειτα στο κατοστάρι.

Και γέλασα περισσότερο διότι η τελευταία φορά που θυμάμαι να βλέπω έναν διεθνή ποδοσφαιριστή να βρίζει τον καλό Χριστούλη ήταν 19 χρόνια μακριά. Ήταν από εκείνες τις στιγμές που συναισθάνθηκα πραγματικά την αδικία και τον κόπο του ποδοσφαιριστή, τον είδα να κατασπαταλιέται σε έναν αγωνιστικό χώρο γεμάτο αμφισβητούμενες φάσεις που όλες δόθηκαν υπέρ του αντίπαλου. Ήταν ο τελικός στο Ευρωπαϊκό των Ελπίδων, το 1998, όταν η Ισπανία, που για αστέρα είχε τον Γκούτι, είχε νικήσει 1-0 την Ελλάδα, με μία ομάδα που ήταν η καλύτερη φουρνιά που έχει βγει ποτέ: Γκούμας, Δέλλας, Μπασινάς, Λάκης, Αλεξόπουλος, Στολτίδης, Άντζας, Λαμπριάκος, Σωτήρης και Παντελής Κωνσταντινίδης, Κωστούλας, Μαυρογενίδης, Σφακιανάκης, με σταρ τον Νίκο Λυμπερόπουλο, αγαστό υπηρέτη τον τεράστιο Γιώργο Καραγκούνη και με την πρώτη καταχωρημένη γκάφα του μόνου αληθινού Έλληνα καλλιτέχνη τερματοφύλακα που υπερασπίστηκε ποτέ εστία, του Δημήτρη Ελευθερόπουλου. Δεν μπόρεσα να βρω κάπου εύκαιρα τα στιγμιότυπα του παιχνιδιού, αλλά ο διαιτητής έσφαξε τα παιδιά του Γιάννη Κόλλια στο γόνατο. Αυτό που θυμάμαι, κρυστάλλινα (όσο και αν ο μίτος της μνήμης μπορεί να παρεισφρέει σε άλλα γεγονότα, ανακατεύοντάς τα, με αποτέλεσμα να θυμάσαι μία κατάσταση από ένα γεγονός που τελικά αφορά σε άλλο γεγονός), είναι τον Δημήτρη Μαυρογενίδη να πηγαίνει στο διαιτητή διαμαρτυρόμενος και, στο τέλος, πλήρως εξοργισμένος από τα τρία πέναλτι που «έπνιξε», να του λέει «ΓΤΧ σου». Η πλάκα είναι ότι, αυτήν τη στιγμή που μιλάμε, ο συγκεκριμένος διαιτητής βγάζει το παντεσπάνι του στην Ελλάδα: είναι ο Λούμπος Μίχελ, ο πρόεδρος του ΠΑΟΚ.

Για να βρίσκει τον εαυτό της η Εθνική, πρέπει να υπάρχουν διαστήματα στο παιχνίδι της που οι ποδοσφαιριστές της θα παίζουν ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο. Κόντρα στο Βέλγιο, αυτά ήταν και τα πιο διασκεδαστικά. Πρόκειται για τα πρόσωπα, καταλάβατε; Όχι για τις οντότητες, αλλά τα πρόσωπά τους. Τις φάτσες τους. Στο «Κινγκ Μποντουέν» αυτές οι φάτσες άναψαν το διακόπτη για τη λειτουργία του πατριωτικού κινήματος, που δεν έχει σχέση με το εθνικιστικό. Πατριωτισμός είναι όταν καταλαβαίνεις πως κάποιος, χωρίς να επιθυμεί να χειραγωγήσει, διότι, κυρίως, δεν θέλει να γίνει δημοφιλής μέσω αυτού, νιώθει πρεσβευτής της πατρίδας του, όποια κι αν είναι εκείνη. Θα μπορούσε να είναι ο ξενιτεμένος Λουξεμβούργιος της Αντίπαρου, που ακούει τα τραγούδια της πατρίδας του στο σπίτι ή ακόμα και ο επαγγελματίας Ιρλανδός στην αντίπερα όχθη, που το Σάββατο πίνει μπύρα από την κάνουλα στην παμπ. Είναι το αναψοκοκκινισμένο πρόσωπο που είχε ο Σάμαρης, ο οποίος -όπως και όλη η ποδοσφαιρική Εθνική- αντιλαμβάνεται πως το καθήκον δεν έχει σχέση με την αισθητική και απλώς πρέπει να μπεις στη μάχη και να βγεις με τα μούτρα στραπατσαρισμένα, να δημιουργήσεις ένα θέαμα που μοιάζει με παρωδία και να θέσεις τις κινήσεις σου στη διάθεση του σαρκοφάγου κοινού. Όταν η Εθνική διατίθεται να γίνεται παρωδία στην αίσθηση που αφήνει σε μία μεγάλη κοινότητα, τότε πρέπει να θυμάσαι πάντα το 2004 και τη μεγαλύτερη στιγμή στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου: τη βουτιά του μυθικού (αληθινά μυθικού, ενός πλάσματος υπεράνω πάσης φαντασίας, που υπήρξε στα αλήθεια και που μοιάζει να έχει διανύσει την απόσταση από τις μέρες της Ιλιάδας ως και σήμερα αλώβητος) Γιώργου Καραγκούνη όταν ο Σωκράτης Παπασταθόπουλος σκόραρε το γκολ της ισοφάρισης με την Κόστα Ρίκα.

17555407_10156098127743747_770166199_n

Πατριωτισμός είναι η άδολη χαρά που το Όρεγκον του Τάιλερ Ντόρσεϊ, με τον ίδιο σε σημαίνοντα ρόλο, έφτασε στο Final 4 του εθνικού πρωταθλήματος των ΗΠΑ, δηλαδή του κολεγιακού και είναι ό,τι, μα ό,τι, κάνει ο Γιάννης, που αφορά και στον πομπό και στο δέκτη. Εθνικισμός είναι ότι όλα όσα γίνονται αφορούν σε μία ανώτερη φυλή. Ανάμεσά τους, η διαφορά βρίσκεται στο συναίσθημα. Ο δρόμος προς τη θέωση απαγορεύει όλη τη συναισθηματική λειτουργία η οποία σε μαγνητίζει στο ατελές.

Μαζί με την Εθνική έβλεπα το Πορτογαλία-Ουγγαρία και συνειδητοποίησα ότι, σιγά σιγά, αρχίζω να συμπαθώ τον Κριστιάνο Ρονάλντο. Ένα φάουλ που βρίσκει στο τείχος στην αρχή και μετά περνάει δίπλα από το δεξί δοκάρι της εστίας των Ούγγρων, που έφερε το χαμόγελο στα χείλη του. Η κάμερα πιάνει την κερκίδα που είναι κάθετη προς το τέρμα και οι Πορτογάλοι φίλαθλοι εκεί χαμογελάνε. Δεν έχει περάσει χρόνος από το θρίαμβο στο Παρίσι και η αίσθηση ότι είναι πρωταθλητές Ευρώπης παραμένει, αλλά έχει μετατραπεί σε κωδικό μεταξύ τους. Θυμήθηκα τη δική μου αίσθηση. Αύγουστος του 2004, φιλικό με την Πορτογαλία, 1-1, δε θα μας νικήσουν ποτέ. Και μετά, προκριματικά Μουντιάλ 2006, το στραπάτσο στα Τίρανα. Και πάλι, ησυχία.

Αυτό το «ΓΤΧ» του Σάμαρη, που θεωρώ ότι απευθυνόταν στον Μανωλά, ήταν υπέροχο και ας μην είναι επιτρεπτό όσον αφορά στη διαπαιδαγώγηση. Δεν αφορά στον υπόλοιπο κόσμο. Δεν σας αφορά. Είναι δικός μας λογαριασμός. Στην ελληνική γλώσσα θα μας κράξουν όταν μας δουν σε παπαρατσικές φωτογραφίες στη Μύκονο ή τις Μαλδίβες. Δεν σας πέφτει λόγος. Το «ΓΤΧ» του Μαυρογενίδη στον Λούμπος ήταν διαφορετικό. Ήταν, «είμαι 22 χρονών, αλλά μη νομίζεις ότι δεν καταλαβαίνω ότι μας έχεις στήσει στο απόσπασμα και μας πυροβολείς. Άντε γαμήσου». Είναι -και τα δύο- του καφενείου. Είναι εκείνο που είπε ο φίλος μου ο Σπύρος, όταν ήμαστε έτοιμοι να πάμε για φαΐ στην κρητική ταβέρνα και διαφωνούσαμε για το αν, σε περίπτωση που θα γινόταν πόλεμος, έπρεπε να πάμε να πολεμήσουμε. Ήταν αδιάλλακτος. «Δεν μπορώ να καταλάβω για ποιο λόγο πρέπει να πας να πολεμήσεις σε μία κατάσταση που θα έχουν δημιουργήσει για δικά τους συμφέροντα και χωρίς να δίνουν οποιαδήποτε αξία στην ανθρώπινη ζωή», του είπα. «Για το θυμάρι», μου απάντησε, «θα πάω να πολεμήσω για το θυμάρι». Κι αν αυτό δεν στέκει ως αντεπιχείρημα, δηλαδή ως στέρεη απάντηση που να αφορά στον πρότερο λόγο, στέκει ως επιχείρημα. Γιατί ξέρω πώς νιώθω για την Ελληνίδα γιατρό που είναι στην ερευνητική ομάδα η οποία την ψάχνει στα αλήθεια για να ανακαλύψει τον τρόπο αντιμετώπισης του καρκίνου, για την υποψηφιότητα του Λάνθιμου με τον «Αστακό» στα Όσκαρ, αν και δυσκολεύομαι ακόμα και να συζητήσω την προοπτική να δω το έργο, για το buzzer του Γιάννη στο All Star Game, ακόμα για την Κατερίνα, τις χρονιές που σπούδαζε Καλές Τέχνες στη Φλωρεντία και τον Αντώνη, με την ελληνική σημαία στο «Καμπ Νου». Αυτό που συμβαίνει είναι ότι καταλαβαίνω πώς νιώθουν.

Και αυτό που αισθάνομαι είναι «ΓΤΧ». Αλλά όχι της οργής. Του πανηγυριού, του «φτιάχνουν οι Έλληνες κυκλώματα», της μαστίχας. Για κάθε αγρότη που θέλει να απομυζήσει το κράτος επιζητώντας τους καλύτερους δυνατούς όρους για τον ίδιο -κι ας είναι ο τεμπέλης της εύφορης κοιλάδας- υπάρχει ένας Έλληνας που έχει πιθανότητες να γίνει βουλευτής στην Ολλανδία και συνολικά μία κατάσταση, που είναι τόσο μπουρδέλο και τόσο πολυτελής μαζί, που δεν ξέρεις από πού να αρχίσεις και πού να τελειώσεις. Ήρωες και ρουφιάνοι, προδότες και Ιφιγένειες, επιστήμονες και παρλιακά, κάφροι και ευγενείς, δοκησίσοφοι και φιλόσοφοι. Αυτοί είμαστε -και όλα συμβαίνουν την ίδια στιγμή. ΓΤΧ, δηλαδή.

 

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Καμία δημοσίευση για προβολή