Στο άκουσμα της είδησης ότι ο Φίλιπ Λαμ σταματά την καριέρα του με το πέρας της αγωνιστικής σεζόν, κάθε σοβαρός ποδοσφαιρόφιλος μελαγχόλησε. Τέλος εποχής. Στην αέναη παραγωγή ποδοσφαιριστών που έρχονται και παρέρχονται ο Φίλιπ Λαμ έχει τη δική του ξεχωριστή θέση. Γιατί να μελαγχολήσει κανείς; Ο χρόνος είναι ανίκητος. Σταμάτησαν τόσοι και τόσοι παμμέγιστοι ποδοσφαιριστές. Ο Φίλιπ Λαμ σταμάτησε το ποδόσφαιρο. Είναι κάπως οξύμωρο, διότι δείχνει σε άριστη κατάσταση. Θα μπορούσε να παίξει σε υψηλό επίπεδο άλλα δύο χρόνια. Εύκολα. Όπως «βιάστηκε» να σταματήσει και από την Εθνική. Ο Φίλιπ Λαμ όμως τα είχε όλα προγραμματίσει και απλώς τηρεί τις αποφάσεις του. Με έναν τρόπο ανοίκειο, ελάχιστα συναισθηματικό, εξόχως επαγγελματικό, ψυχρό. Γερμανικό πνεύμα θα έλεγε κάποιος αδαής. Κάποτε η έλλειψη πληροφόρησης και η «αμορφωσιά» επιτρέπουν τη θέσπιση στερεοτύπων και ανακριβειών, αλλά έτσι είναι η φιλολογία περί των αθλητικών και δη των ποδοσφαιρικών. Έχει δίκιο ο Τσόμσκι και παλιότερα ο Έκο. Ο αθλητισμός και ιδίως το ποδόσφαιρο τείνουν να μην είναι πλέον αγαθά, αλλά να κάνουν περισσότερο κακό από όσο καλό. Όμως, δεν είναι εδώ αυτό το θέμα μας. Μέσα σε αυτό τον γιγαντισμό του ποδοσφαίρου, μπορούν να ανθούν προσωπικότητες όπως του Φίλιπ Λαμ. Που στάθηκε τυχερός από την άποψη ότι το ταλέντο του προστατεύτηκε και δεν έλιωσε κάτω από τόνους κακότητας και μοχθηρίας. Ό,τι έπαθε δηλαδή ο Μπεστ στο Νησί ή ο Γκαρίντσα (σε μικρότερο βαθμό) στη Βραζιλία.

Δεν ξέρω γιατί, αλλά είχα συνδέσει τον Φίλιπ Λαμ με το ντουέντε. Ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, σε μιαν ομιλία του την άνοιξη του 1930, έδωσε μιαν εκπληκτική διάσταση στον όρο ντουέντε. Κυκλοφορεί και σχετικό δοκίμιο. Ένα απόσπασμα από το συγκλονιστικό κείμενο-ομιλία του Λόρκα για το ντουέντε λέει τα εξής: «… Ο Μανουέλ Τόρες, ένας μεγάλος καλλιτέχνης της Ανδαλουσίας, είπε κάποτε σε έναν άλλο τραγουδιστή: “Έχεις φωνή, έχεις στιλ, όμως ποτέ δε θα πετύχεις γιατί δεν έχεις καθόλου ντουέντε”.

Σε ολόκληρη την Ανδαλουσία, από τον βράχο του Χαέν μέχρι το όστρακο του Καντίθ, οι άνθρωποι μιλούν συνέχεια για το ντουέντε κι όταν φανεί, το ένστικτό τους δεν τους γελά ποτέ. Το αναγνωρίζουν αμέσως. Ο θαυμάσιος τραγουδιστής του φλαμένκο Ελ Λεμπριχάνο, δημιουργός του ντέμπλα, παραλλαγής του ανδαλουσιάνικου κάντε χόντο (βαθιού τραγουδιού) είπε: “Όταν τραγουδώ με ντουέντε κανείς δεν παραβγαίνει μπρος μου!” H γριά τσιγγάνα χορεύτρια Λα Μαλένα φώναξε κάποτε ακούγοντας τον Μπραϊλόφσκι να παίζει ένα κομμάτι του Μπαχ: “Όλε! Αυτό έχει ντουέντε”…». Αναζητήστε αυτό το υπέροχο κείμενο του Λόρκα. Κάποιοι, βέβαια, ημιθανείς στο μυαλό, μπορεί να αγανακτήσουν όταν διαβάσουν πόσο ο ποιητής λάτρευε τις ταυρομαχίες και το ντουέντε που διέκρινε σε μιαν αυθεντική ταυρομαχία. Αλλά αυτή είναι άλλη, τεράστια, συζήτηση. Τώρα μιλάμε για τον Λαμ.

capture13

Φίλιπ Λαμ. Αν και πρόωρο, προσωπικά τον κατατάσσουμε στους τέσσερις κορυφαίους Γερμανούς όλων των εποχών. Και γιατί όχι στην κορυφαία ενδεκάδα όλων των εποχών, όλων των εθνών. Μαζί με Μπεκενμπάουερ, Μίλερ και Ματέους. Αλλά ο Λαμ δεν ήταν ο κλασικός Γερμανός και την έσπαγε σε όσους αρέσκονται στα στερεότυπα. Δεν είχε ενδιαφέρον. Ο Λαμ όμως, με το αδιάφορο ύφος, την ευγένεια και τη διακριτικότητα, ήταν ποτισμένος και βγαλμένος από ντουέντε. Η παρουσία του Λαμ υπήρξε πάνω από όλα συμβολική, υψίστης και μοναδικής σημασίας. Το γερμανικό ποδόσφαιρο πέρασε στην εποχή της Καλαισθησίας, του Ρομαντισμού και της Αισθητικής, αλλάζοντας κυριολεκτικά τον ρουν της Ιστορίας. Και το έκανε με κύριο μπροστάρη τον Λαμ. Ο Μπάλακ θα μπορούσε να υπάρξει αυτό το σύμβολο, του έλειπε όμως το ντουέντε. Και ο Σβαϊνστάιγκερ προσπάθησε, είχε υπέρ του την ποδοσφαιρική κοινή γνώμη αλλά και αυτός δε φτούρησε. Ίσως στα επόμενα χρόνια δούμε και τον Μάνουελ Νόιερ να αφήνει ανεξίτηλα τη σφραγίδα του. Στην εποχή της παντοδυναμίας της Ισπανίας, της Μπαρτσελόνα και των Μέσι-Ρονάλντο, η Εθνική Γερμανίας κατά κύριο λόγο και η Μπάγερν Μονάχου στάθηκαν το αντίπαλο δέος. Όχι όμως γιατί είναι Γερμανοί και δεν τα εγκαταλείπουν ποτέ και όλα αυτά τα στερεότυπα, αλλά επειδή παίζουν όμορφη μπάλα. Με αποτέλεσμα να βγάζουν το ντουέντε στο γήπεδο περισσότερο από εκείνους που το γέννησαν, τους Ισπανούς. Κι είναι κρίμα που η Εθνική Γερμανίας, σε μια εκτρωματική ποδοσφαιρική συγκυρία, ΔΕΝ έχει έναν ανεκτό –έστω- σέντερ φορ, για να αλλάξει τις ποδοσφαιρικές ισορροπίες όπως τις ξέρουμε. Όχι, ο Κλόζε δεν είναι τέτοια περίπτωση. Ούτε βέβαια η αστεία περίπτωση του Γκόμεζ. Η Εθνική Γερμανίας είναι παγκόσμια πρωταθλήτρια χάρη στον Μάνουελ Νόιερ και κυρίως στον Φίλιπ Λαμ. Και εξολοκλήρου στον Φίλιπ Λαμ οφείλεται αυτό το απίστευτο 7-1 επί της Βραζιλίας που στάθηκε και είναι το μεγαλύτερο αποτέλεσμα όλων των εποχών, τις συνέπειες του οποίου θα τις δούμε πλήρως να εκτυλίσσονται τα επόμενα δέκα χρόνια. Ο Φίλιπ Λαμ, δειλά από το 2006, πιο ζεστά το 2008 και ξεκάθαρα από το 2010 άρχισε να ενορχηστρώνει το παιχνίδι της ομάδας του από τη θέση του… δεξιού μπακ!  Τις ικανότητές του και την εκπληκτική του ικανότητα να διαβάζει το παιχνίδι εκτίμησε δεόντως ο Γκουαρντιόλα και τον έβαλε στα χαφ. Ο Λαμ, για δεξί μπακ, δεν υπήρξε: αντιαθλητικός, βίαιος, αντιδημιουργικός ποδοσφαιριστής. Ήταν τεράστια προσωπικότητα, έπαιρνε πολλές πρωτοβουλίες και είχε ελευθερία κινήσεων χωρίς να κάνει κατάχρηση. Φλεγόταν από ντουέντε, αυτός ένας Γερμανός!, αλλά ποτέ δεν παρασυρόταν. Η απόδοσή του στον τελικό με την Τσέλσι, όσο πέρναγε η ώρα, άγγιζε τη μεταφυσική, ο ίδιος γινόταν ένα άλλο πλάσμα, ήδη είχε γίνει ένα άλλο πλάσμα, και κακώς δε χτύπησε ποτέ το πέναλτι της παράτασης. Το πέναλτι που έχασε ο Ρόμπεν, ένας ποδοσφαιριστής με αστείρευτο ταλέντο αλλά πεζός, χωρίς ντουέντε στο παιχνίδι του, παρά μόνο εγωισμό και πείσμα.

capture7

Η κίνηση του Λαμ, στο γκολ που πετυχαίνει εναντίον της Κόστα Ρίκα, στην πρεμιέρα του Μουντιάλ 2006, αλλά και το γκολ στον ημιτελικό με την Τουρκία, στο Ευρωπαϊκό του 2008 από θέση αριστερού μπακ, είναι μιαν ωδή στο ντουέντε. Η λιτή, απέριττη κίνηση, η ρευστή, φιλήδονη χορογραφία, αυτό πρόσφερε ο Λαμ. Παλιά, όχι πολλά χρόνια πριν, το προνόμιο να μην τους πολυκαταλαβαίνουν τι κάνουν ακριβώς στο γήπεδο το είχαν οι Βραζιλιάνοι. Και -όχι πάντα- οι Αργεντινοί. Αυτό με τον Λαμ άλλαξε. Και εκτιμούμε ότι θα κρατήσει πολύ, όσο κι αν οι Γερμανοί σπεύδουν πρώτοι να χαλιναγωγήσουν το ίδιο τους το ποδόσφαιρο. Ίσως να μην έχουν άδικο όσοι ισχυρίζονται ότι το 7-1 επί της Βραζιλίας τρόμαξε εξίσου τους ίδιους τους Γερμανούς. Αλλά κι αυτό είναι άλλη συζήτηση.

Το θέμα μας εξακολουθεί να είναι ο Λαμ. Καταφεύγουμε ξανά στον Λόρκα: «Ο ερχομός του ντουέντε προϋποθέτει πάντοτε μια ριζική αλλαγή όλων των μορφών που στηρίζονται σε παλιές βάσεις. Φέρνει μαζί του ένα συναίσθημα φρεσκάδας εντελώς πρωτόγνωρο, έτσι όπως μοιάζει με καινούργιο τριαντάφυλλο, με θαύμα, γεννώντας στο τέλος έναν σχεδόν θρησκευτικό ενθουσιασμό». Από την εποχή του Μπρίγκελ, του Μπέρτχολντ και του Μπρέμε, που κάθε άλλο παρά κακοί παίκτες ήταν, και παλιότερα του Μπέρτι Φογκτς (που, αλίμονο, μόνο κακός παίκτης δεν ήταν και έσβησε καθαρά τον Κρόιφ στον τελικό του 1974) φτάσαμε στον Λαμ.

capture

Είδα τις δύο από τις τρεις μεγαλύτερες ποδοσφαιρικές αγάπες μου να αναμετρώνται. Το Ολυμπιακός – Μπάγερν Μονάχου. Ο Ολυμπιακός ήταν έξυπνα στημένος, κρατούσε δίχως πολλές δυσκολίες το μηδέν πίσω και η μηχανή της Μπάγερν Μονάχου έμοιαζε μπλοκαρισμένη. Μάταια ο Γκουαρντιόλα με πομπώδεις κινήσεις προσπαθούσε να δείξει ότι καταλάβαινε τι γινόταν. Παρατηρούσα σταθερά τι έκανε ο Λαμ. Ο «δαιμόνιος νάνος», ήρεμα, μεθοδικά και σταθερά, έχτιζε μιαν υπεροχή για την ομάδα του, διαβάζοντας το παιχνίδι και οδηγώντας το εκεί όπου είχε τη μοναδική ευκαιρία να το διεκδικήσει η ομάδα του. Σαν αράχνη, ο Λαμ αργά αλλά με αυτοπεποίθηση έχτιζε ένα αόρατο δίχτυ που πρωτίστως δοκίμαζε τα νεύρα του Ολυμπιακού και εξαντλούσε τις αντοχές του. Ούτε ο Μίλερ ούτε ο Αλόνσο ούτε ο Τιάγκο ούτε κανείς άλλος από τους μεγάλους παίκτες της γερμανικής ομάδας, που είχαν χάσει τον μπούσουλα στο Καραϊσκάκη, έδειχναν ότι πάταγαν σταθερά στο γήπεδο. Εκτός από τον Λαμ (και τον Νόιερ).

capture5

Καλές οι γερμανικές ποδοσφαιρικές αρετές της μεθοδικότητας, σοβαρότητας, πειθαρχίας, ρεαλισμού, φυσικής δύναμης και κινητικότητας. Μόνο που οι παραπάνω ιδιότητες συνιστούν αρετές παντού, σε οποιαδήποτε δουλειά. Και στο ποδόσφαιρο, εδώ και δεκαετίες, έχουν πάψει να είναι… προνόμιο των Γερμανών, αν ήταν και ποτέ αποκλειστικά δικά τους. Άρα, στην πρακτική εφαρμογή το γερμανικό ποδόσφαιρο χρειαζόταν παίκτες μεγαλύτερους από των άλλων ομάδων για να ξαναφτάσει στην κορυφή. Και ναι μεν υπήρξαν πολύ μεγάλοι παίκτες σαν τον Καν ή τον Μπάλακ, αλλά ο πραγματικά μεγάλος που έδωσε το στίγμα της νέας εποχής ήταν ο Φίλιπ Λαμ και το ντουέντε του. Που λόγω σωματικών προσόντων οι αντίπαλοι προπονητές τον «ποινολόγησαν» (Γερμανία – Ισπανία 2008, Μπάγερν Μονάχου – Ίντερ 2010) αλλά ο Λαμ δεν έχασε το δρόμο του. Μακάρι, αν υπάρχει δικαιοσύνη, σε αυτή τη νοσηρότητα των πολυεθνικών που παριστάνουν πλέον τις ομάδες, να αποδοθεί δικαιοσύνη και ένας τόσο μεγάλος παίκτης που δεν έθιξε ποτέ κανέναν με τη συμπεριφορά του και τίμησε το άθλημα, σαν τον Φίλιπ Λαμ, να κλείσει την καριέρα του με την κατάκτηση του Τσάμπιονς Λιγκ. Ποτέ δεν το τίμησαν με τη Χρυσή Μπάλα, κάτι για το οποίο κάποια στιγμή εξέφρασε κάποια γενικόλογα παράπονα. Οι αμυντικοί δεν τιμούνται σχεδόν ποτέ και αυτό δεν είναι δίκαιο, ήταν το νόημα.

Αντί επιλόγου, η σχέση του Λαμ με την ομάδα του, την Μπάγερν Μονάχου, υπήρξε ισχυρή, μονογαμική, αφοσιωμένη. Ευτυχείς όλοι οι ποδοσφαιρόφιλοι που έζησαν αυτόν τον παίκτη.

capture8