Ένα φάντασμα στη γραμμή

239

Λέγεται «Intrust Bank Arena». Ένα όνομα που δεν εμπνέει για στοιχειωμένο γυμναστήριο. Μετά το Σάββατο, 17 Μαρτίου, όμως, ίσως η ένταση από το παιχνίδι που παίχτηκε σε αυτήν ξεπεράσει αυτήν τη λέξη Bank, που, όπως περιέγραψε λίγο πριν διαβεί τη λίμνη του Αχέροντα ο Εντουάρντο Γκαλεάνο (και επειδή είναι ο Γκαλεάνο έκανε αυτό το ταξίδι) σε σχέση με το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2022, που θα φιλοξενηθεί στο νεόπλουτο Κατάρ, δε σχετίζεται με τη ρομαντική διάσταση του αθλητισμού. Η λέξη Bank δεν αφήνει τίποτα στη θεατρικότητα, είναι το αποτέλεσμα ενός ονομαστικού πλειστηριασμού που τελειώνει με το χάσιμο της περιουσίας του μυαλού μας, προδομένοι από τις καταστάσεις με τις οποίες μεγαλώσαμε και την ερασιτεχνική αύρα του επαγγελματικού αθλητικού κόσμου τα οποία, ως αφελέστατοι Δον Κιχώτης, πιστέψαμε.

Το κλειστό γυμναστήριο βρίσκεται στο Κάνσας, στη Γουίτσιτα για την ακρίβεια. Εκείνη τη μέρα, το Μίσιγκαν αντιμετώπιζε το Χιούστον για το δεύτερο γύρο της τελικής φάσης του κολεγιακού πρωταθλήματος. Η τελική φάση του κολεγιακού πρωταθλήματος λέγεται March Madness. Και είναι μία διοργάνωση η οποία εξάπτει τη φαντασία, η σκούφια της κρατά προπολεμικά και πάντα μοιάζει να προήλθε από ένα νοσηρό μυαλό, του οποίου τα λαμπάκια άναψαν και αποφάσισε να «κάψει», μέσω της αδρεναλίνης της νεότητας, τον αθλητικό κόσμο. Οι 64 ομάδες τρώνε τα… μουστάκια τους, αν και τα περισσότερα είναι αμούστακα παιδαρέλια, παίζοντας σε ματς νοκ άουτ από την αρχή. Έτσι το UMBC νίκησε το κολέγιο της Βιρτζίνια στο πρώτο ματς στην ιστορία που το νούμερο 16 νίκησε το νούμερο 1. Για να περάσει, όμως, το Μίσιγκαν στο γύρο του Sweet Sixteen, έπρεπε να βάλει ο Τζόρνταν Πουλ ένα απαράδεκτο, ξεδιάντροπο, τρίποντο ακριβώς στην εκπνοή του ματς με το Χιούστον, 64-63. Το Χιούστον, που βασικά ήταν η καλύτερη ομάδα από τις δύο στη συγκεκριμένη αναμέτρηση. Όχι πως είναι χρήσιμη πληροφορία αυτή. Θα μπορούσε να είναι πιο εντυπωσιακό το γεγονός ότι ουσιαστικά το Μίσιγκαν είχε την ευκαιρία να νικήσει επειδή ένας παίκτης του Χιούστον, της ομάδας που κάποτε τη φανέλα φόρεσαν ο Χακίμ Ολάζουον και ο Κλάιντ Ντρέξλερ, πέφτοντας θύματα μίας από τις πιο τρανταχτές εκπλήξεις στην ιστορία του μπάσκετ, την ήττα από το Νορθ Καρολάινα Στέιτ το 1983*, είχε μία στις τέσσερις βολές στο τέλος. Εντάξει, αν και αυτό γίνεται, συναρπαστικό ενδεχομένως είναι ότι μέχρι αυτό το 1 στα 4, το οποίο κατόπιν εορτής κρίνεται καταδικαστικό, είχε 8 στις 8 βολές. Ο Ντέβιν Ντέιβις, έτσι λέγεται ο αθλητής που διήνυσε τη δεύτερη χρονιά του στο κολέγιο, θα κάνει χρόνια να το ξεπεράσει.

*Το 1984, το Χιούστον έχασε και από το Τζόρτζταουν στον τελικό. Ο Πάτρικ Γιούιν επικράτησε του Ολάζουον. Αλλά ακριβώς δέκα χρόνια μετά ο Χακίμ έβαλε… βέρα στο δεξί, νικώντας τον Γιούιν στους τελικούς του ΝΒΑ, στο 4-3 των Ρόκετς με τους Νιου Γιορκ Νικς. Ο Τζαμαϊκανός δεν πλησίασε, προφανώς, κοντύτερα σε δαχτυλίδι πρωταθλητή του ΝΒΑ, ο Νιγηριανός έχει δύο.

Η αλήθεια, όμως, είναι ότι θα επουλωθεί η πληγή πιο γρήγορα από ό,τι φαντάζεται. Όμως τα νιάτα αντιμετωπίζουν την τραγωδία με ένα φρικοειδή ρομαντισμό. Δεν έχουν τύχει πολλές. Όταν είσαι αθλητής μπάσκετ στα 19 και μπαίνεις σε ό,τι λέγεται March Madness, μόνο το κλέος σε αφορά. Το μυαλό σου αδειάζει από οτιδήποτε άλλο. Είσαι με ομοτράπεζούς σου, με παιδιά που για πρώτη φορά μοιράζεσαι την καθημερινότητά σου και όταν φτάνεις στο σημείο να παίζεις μονά παιχνίδια σίγουρα είσαι εκκολαπτόμενος καμικάζι: δε θα είσαι εσύ εκείνος που θα υποχωρήσει πρώτος.

Ένα γήπεδο, ό,τι και να έχει γίνει κατά τη διάρκεια ενός παιχνιδιού, όσο σπουδαίο κι αν είναι, όσους ήρωες κι αν παράγει, είναι καταδικασμένο να κοιμάται μόνο του τα βράδια. Ένα γήπεδο δε μοιάζει περίλυπο, αλλά μπορεί να είναι. Η αίσθηση ενός γηπέδου μέσα από τον άνθρωπο του δίνει μία γλυκόπικρη διάσταση, το καθιστά σχεδόν θρυλικό, ένα χώρο που όταν μπεις μέσα πρέπει να νιώθεις το αντίστοιχο με εκείνο που αισθάνονται οι αρχιπιστοί, μπαίνοντας στην εκκλησία των ονείρων τους.

Ο Ντέιβις ντύθηκε. Σιωπηλός, δεν ακολούθησε τους συμπαίκτες του. Λίγα κλικ του ρολογιού αφού ο Πουλ του ράγισε την καρδιά και αφού φανταζόταν την μπάλα να απομακρύνεται από τη στεφάνη με διάφορες παραλλαγές, πάντως όχι με τον τρόπο που πράγματι έχασε τις βολές, βγήκε στον αγωνιστικό χώρο που έζησε το απόλυτο, ως στιγμής, δράμα της ζωής του. Τίποτα δεν είναι πιο οδυνηρό από αυτό, μακάρι να ήταν τόσο τυχερός ώστε για πολλές δεκαετίες αυτό να είναι το χειρότερο που θα του έχει συμβεί. Στήθηκε στην καταραμένη γραμμή και παρέμεινε εκεί, απαρηγόρητος, με τις σκέψεις του και τα αποκυήματα της φαντασίας να του σκαρώνουν παιχνίδια. Ο Ντέβιν Ντέιβις στάθηκε στη γραμμή των ελεύθερων βολών, για να ξαναδεί το μόνο σουτ που επαναλαμβάνεται στην ιστορία και που τον πρόδωσε, λες και δεν το έχασε ο ίδιος, λες και έπεσε το θύμα μίας εκκωφαντικής συνωμοσίας, για να του δημιουργηθεί ένα τεράστιο υπαρξιακό ζήτημα το οποίο, όταν αποδεσμευτεί από το γεγονός, θα παραμείνει πεισματικό και θα τον κυνηγάει ανά άτακτα χρονικά διαστήματα ως το τέλος της ύπαρξής του.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Καμία δημοσίευση για προβολή